Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Ντανίλοβιτς), ὁ ἀποκαλούμενος Καλιτά, ἦταν υἱὸς τοῦ Ἁγίου Δανιήλ, πρίγκιπα τῆς Μόσχας (τιμᾶται 4 Μαρτίου) καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 1290. Τὸ ὄνομά του ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ στὰ λειτουργικὰ Μηναῖα τοῦ Νόβγκοροντ μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1296-1297, ὅπου διαβάζουμε, πὼς ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως αὐτῆς κάλεσαν τὸν πρίγκιπα Δανιὴλ τῆς Μόσχας νὰ καταλάβει τὸν θρόνο της, αὐτὸς τοὺς ἔστειλε τὸν υἱό του Ἰωάννη. Πιθανόν, ὄχι ἀργότερα ἀπὸ τὸ 1299, ὁ Ἰωάννης ἐγκαταλείπει τὸ Νόβγκοροντ καὶ ἐπιστρέφει στὴν Μόσχα.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, κατὰ τὸ ἔτος 1303, ὁ Ἰωάννης ὑποχρεώθηκε ἀρχικὰ νὰ στηρίξει τὸν ἀδελφό του Γεώργιο, τὸν ὁποῖο καὶ διαδέχθηκε ἀργότερα ὡς πρίγκιπας τῆς Μόσχας, στὴν διαμάχη τῆς μελλοντικῆς πρωτεύουσας μὲ τὴν ἀνταγωνίστρια πόλη Τβέρ. Τὸ θετικὸ ἀποτέλεσμα τῆς διαμάχης, ἀποδιδόμενο στὴν πολιτικὴ ἐπιδεξιότητα τοῦ Ἰωάννου, θὰ καθορίσει τὴν ὁριστικὴ ἐπικράτηση τῆς Μόσχας.
Μὲ μὶα πρώτη νίκη ἐναντίων τῶν στρατευμάτων τῆς Τβέρ, ποὺ εἶχαν καταλάβει τὴν πόλη τοῦ Περεγιασλάβλ, ὁ Ἰωάννης τὴν ἀνακαταλαμβάνει τὸ ἔτος 1304/1305. Κατὰ τὰ ἔτη 1320-1326, μὲ ἀφορμὴ τοὺς γάμους τῶν θυγατέρων τῶν ἡγεμόνων, συνάπτει συμμαχίες μὲ τοὺς πρίγκιπες τοῦ Ροστώβ, Μπελοζὲρκ καὶ Γιαροσλάβλ, συνασπίζοντάς τους ἐναντίων τῆς Τβέρ.
Στὶς 15 Αὐγούστου τοῦ 1327, στὴν Τβέρ, σκοτώνεται σὲ μία λαϊκὴ ἐξέγερση, καθοδηγούμενη ἀπὸ τὸν Ἅγιο πρίγκιπα Ἀλέξανδρο Μιχαήλοβιτς, ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ χάνῃ Οὐζμπὲκ Κόλχαν. Ὁ Ἀλέξανδρος καταφεύγει στὸ Πσκὼφ καὶ ἡ πόλη τῆς Τβὲρ καταλαμβάνεται καὶ ἀνατίθεται στὸν Κωνσταντῖνο Μιχαήλοβιτς, σύζυγο μιᾶς ἀνεψιᾶς τοῦ Ἰωάννου. Τὸ 1329 ὁ Ἰωάννης ἀποστέλλει τὸν στρατό του ἐναντίων τοῦ Πσκώφ, ὁ Μητροπολίτης Θεόγνωστος ἀναθεματίζει τοὺς κατοίκους της, ἐπειδὴ ἔδωσαν ἄσυλο στὸν πρίγκιπα Ἀλέξανδρο, καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Μιχαήλοβιτς ἐξαναγκάζεται νὰ ἐγκατασταθεῖ ἀρχικὰ στὴ Λιβονία καὶ ἀργότερα στὴ Λιθουανία.
Τὸ ἔτος 1331 ὁ Ἰωάννης ἀποκτᾷ ἀπὸ τὸ χάνῃ τὸν τίτλο τοῦ μεγάλου πρίγκιπα. Τὰ πράγματα ὅμως δὲν θὰ ἡσύχαζαν. Τὸ ἔτος 1338 ὁ Ἀλέξανδρος τῆς Τβὲρ πέτυχε τὴν συγγνώμη τοῦ χάνῃ Οὐζμπὲκ καὶ ἐπανῆλθε στὸν θρόνο. Τὸ 1339 ὁ Ἰωάννης πηγαίνει στὴν Χρυσὴ Ὀρδὴ καὶ κατηγορεῖ τὸν Ἀλέξανδρο πὼς σκευωρεῖ ἐναντίον τοῦ Χάνῃ. Λίγο ἀργότερα ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὁ υἱός του Θεόδωρος ἔρχονται κατηγορούμενοι στὴν Χρυσὴ Ὀρδὴ καὶ δικάζονται. Γιὰ νὰ ταπεινώσει τὴν Τβέρ, ὁ Ἰωάννης ἀφαιρεῖ τὶς καμπάνες ἀπὸ τὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος καὶ τὶς μεταφέρει στὴν Μόσχα.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡγεμονίας τοῦ Ἰωάννου ἐκδίδεται ἕνα πολύτιμο χειρόγραφο, γνωστὸ ὡς Sijskoe Evangelie, στὸ ὁποῖο ἔχει γραφεῖ ἕνας πανηγυρικὸς λόγος γιὰ τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν εἰρήνη στὴ Ρωσικὴ γῆ, καὶ πραγματοποιεῖται ἡ οἰκοδόμηση μὲ πέτρα ὁλόκληρου τοῦ ἀρχιτεκτονήματος τοῦ Κρεμλίνου. Στὶς 4 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1326, ἀκολουθώντας τὴν συμβουλὴ τοῦ ἡλικιωμένου Μητροπολίτου Πέτρου, ὁ Ἰωάννης θὰ ἀποτολμήσει τὴν κατασκευὴ τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Μόσχα θὰ συνεχίσει τὴν παράδοση τῆς προηγούμενης πρωτεύουσας, Βλαντιμήρ, ὅπου ἡ ἀφοσίωση καὶ ἡ τιμὴ στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας εἶχε ἰδιαίτερα καλλιεργηθεῖ.
Ὁ Ἰωάννης θὰ διατηρήσει στενοὺς δεσμοὺς μὲ τὸν Μητροπολίτη Πέτρο καὶ ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατό του θὰ κινήσει τὴν διαδικασία τῆς ἁγιοποιήσεώς του, ἀποστέλλοντας στὴ Σύνοδο τοῦ Βλαντιμίρ, τὸ ἔτος 1327, μία ἐπιστολή, ποὺ κατέγραφε τὰ πραγματοποιηθέντα θαύματα ἐπάνω στὸν τάφο τοῦ Μητροπολίτου Πέτρου.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 31 Μαρτίου 1340 ἢ 1341, ἀφοῦ ἤδη εἶχε γίνει μοναχὸς παίρνοντας τὸ ὄνομα Ἀνανίας. Τὸ ἱερὸ σκήνωμά του ἐνταφιάσθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὸ Κρεμλίνο.
Ἤδη κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ βίου του εἶχε ἀναπτυχθεῖ θρησκευτικὴ εὐλάβεια γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό του. Ὁ Ἰωάννης παρουσιάζεται ὡς ὑπερασπιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς ἕνας κυβερνήτης δίκαιος καὶ φιλάνθρωπος. Τὸ Πατερικὸν τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Βολοκολάμκ, τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ., μεταφέρει τὴν ἀφήγηση τοῦ ἡγουμένου τοῦ Μπορόφκ, κατὰ τὸν ὁποῖο μία μοναχὴ εἶδε σὲ ὅραμα τὴν μορφὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου μέσα στὴν δόξα τοῦ Παραδείσου, νὰ βγάζει ἀπὸ τὴν τσάντα του (καλιτά) θησαυροὺς καὶ νὰ τοὺς μοιράζει στοὺς πτωχούς.