Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Χρύσανθος καὶ Δαρεία ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Νουμεριανοῦ (243-284 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Χρύσανθος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἦταν υἱὸς ἐπιφανοῦς εἰδωλολάτρη. Ὅμως κατηχήθηκε στὴν Χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ κάποιον Χριστιανὸ καὶ βαπτίσθηκε. Ὅταν ὁ πατέρας του πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, τὸν φυλάκισε καί, γιὰ νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ πίστη, τοῦ ἔδωσε γυναῖκα τὴν ὡραία Δαρεία, ἡ ὁποία καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα καὶ ἦταν εἰδωλολάτρισσα.
Ἀντὶ ὅμως νὰ προσελκύσει ἡ Δαρεία τὸν σύζυγό της Χρύσανθο στὴν εἰδωλολατρία, συνέβη τὸ ἀντίθετο. Πίστεψε καὶ αὐτὴ στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκε. Τότε τοὺς κατήγγειλαν στὸν ἔπαρχο Κελερίνο, ὁ ὁποῖος τοὺς παρέδωσε στὸν τριβοῦνο Κλαύδιο. Τὸ μαρτύριο ἄρχισε. Ἀλλὰ ἡ καρτερία καὶ ἡ ὑπομονὴ τῶν Μαρτύρων ἐξέπληξε τὸν Κλαύδιο, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του Ἰλαρία, τοὺς υἱούς του Ἰάσονα καὶ Μαῦρο καὶ τοὺς στρατιῶτες του πίστεψε στὸν Χριστό.
Στὴν συνέχεια ἔριξαν τοὺς Ἁγίους Χρύσανθο καὶ Δαρεία μέσα σὲ λάκκο καὶ τοὺς ἐνταφίασαν ζωντανοὺς τὸ ἔτος 283 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὴ ἐπιγνώσει, πᾶσαν ἔλιπες, πατρῴαν πλάνην, καὶ Χριστῷ κατηκολούθησας Χρύσανθε, ὦ καὶ προσάγεις Δαρείαν τὴν πάνσεμνον, καὶ σὺν αὐτὴ τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. Μεθ' ἧς πρέσβευε, δοθήναι τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Οἱ Μάρτυρές σου Κύριε, ἐν τὴ ἀθλήσει αὐτῶν, στεφάνους ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἠμῶν, σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον, ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων, τὰ ἀνίσχυρα θράση, Αὐτῶν ταὶς ἰκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν