«Τα γράμματά μου τη σήμερον δεν πέμπονται παρά εις όσους φρονούν καλά διά τη σωτηρίαν της Πατρίδος. Πρέπει λοιπόν να λείψουν από το γένος μας τα κρυφά, και σαν αληθινοί πατριώται να κηρύττωμεν την αλήθειαν εις όλους χωρίς κανένα φόβον. Εκείνοι όμως που λυσσιάζουν διά αξιώματα ας γράφουν διπλωματικά, ας λέγουν κρυφά και ας προσπαθή να γελά ο ένας τον άλλον. Αυτοί είναι σαν πανούκλα εις την Ελλάδα και πρέπει ο λαός να χωρισθή απ' αυτούς και να τους κάμη κουτουμάτζια (κάθαρση) διά να μην μολευθούμεν όλοι μας και χαθούμεν."
Οδυσσέας Ανδρούτσος
Τη νύχτα 4 προς 5 Ιουνίου του 1825 ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, μια από τις σημαντικότερες στρατιωτικές προσωπικότητες της επανάστασης του 1821, άφηνε για πάντα τη ζωή. Το γεγονός ήταν συγκλονιστικό και δεν μπορούσε παρά να προκαλεί το ενδιαφέρον και τις συζητήσεις των απλών ανθρώπων, δεδομένου ότι το νεκρό πια οπλαρχηγό τον βρήκε ο θάνατος φυλακισμένο στον βενετσιάνικο πύργο των Προπυλαίων της Ακρόπολης με την κατηγορία του προδότη. Ο κόσμος αναρωτιόταν τι είχε πραγματικά συμβεί και οι κρατούντες δεν μπορούσαν παρά να δώσουν κάποιες εξηγήσεις. Πώς είχε πεθάνει ετούτος ο άνθρωπος;
Στο φύλλο της 6ης Ιουνίου 1825 η «Εφημερίς των Αθηνών», που τυπωνόταν στην Αίγινα αφιέρωσε για το θέμα μόνο ελάχιστες λέξεις: «Σήμερον ετελείωσε το δρόμο της ζωής του ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος». Τρεις μέρες αργότερα, όμως, υποχρεώθηκε να επανέλθει γράφοντας πως ο θάνατος «του περιβόητου εις την ιστορίαν Οδυσσέως Ανδρίτσου... ακολούθησε τρόπω τοιώδε: αυτός είχε προβλέψει με τη φυσικήν του πανουργίαν δύο τριχιαίς, οι οποίαις φαίνεται ότι ήταν από τα γαϊδούρια οπού ανέβαιναν εις το κάστρον, παλαιαίς κατά κακήν του τύχην και αδύναταις.
Περί τας 5 ώρας της νυκτός της 4 Ιουνίου, ενώ δύο στρατιώται που τον εφύλαττον, ήσαν εις το πρωτοΰπνι, κρεμιέται με τη μίαν από ψηλά του Πύργου - Γουλέ- έχοντας ζωσμένην και την άλλην εις τη μέση του, διά να χρησιμεύση ακολούθως να κατέβη και από τα τείχη του Κάστρου και να φύγη, όπου αυτός ήξευρε. Αλλά η θεία δίκη, προλαμβάνουσα, φαίνεται, τους ολεθρίους σκοπούς τους ανθρώπου τούτου διά την Πατρίδα ωκονόμησε προτού να φτάση ακόμη εις τα μέσα του Πύργου καταβαίνοντας και σπα η τριχιά εκείνη, και πίπτει ο άθλιος εις το λιθόστρωτον έδαφος της Απτέρου Νίκης, θύμα ελεεινόν της κακοβουλίας και πανουργίας του».
Ετσι είχαν συμβεί τα πράγματα; Πριν απαντήσουμε στο ερώτημα οφείλουμε να σταθούμε στην προσωπικότητα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο φωτισμός της οποίας φωτίζει άμεσα τις αιτίες και τις συνθήκες του θανάτου του.
Ποιος ήταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε το 1790 (άλλες πηγές μιλούν για το 1788)3 στην Ιθάκη και βαφτίστηκε τέσσερα χρόνια μετά τη γέννησή του στο ίδιο μέρος, παίρνοντας το όνομα του μυθικού βασιλιά του νησιού. Ο πατέρας του ήταν ξακουστός στην εποχή του, πραγματικός θρύλος της Ρούμελης, πρωτοκλέφτης οπλαρχηγός που στη συνέχεια έγινε αρματολός, με μεγάλη δράση κατά των Τούρκων. Συνελήφθη από τους Βενετούς στη Δαλματία, παραδόθηκε στους Τούρκους το 1793, κλείστηκε στις φυλακές του Μπάνιου στην Πόλη όπου και τον βρήκε ο θάνατος το 1797. Η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε αργότερα με τον πρακτικό γιατρό Φ. Καμμένο κι από το γάμο της αυτό απέκτησε τα πέντε ετεροθαλή αδέλφια του Οδυσσέα (τρία αγόρια και δύο κορίτσια).
Ο Οδυσσέας πέρασε στην ιστορία με το επώνυμο Ανδρούτσος αν και ο ίδιος υπέγραφε ως Οδυσσεύς Ανδρίτσου ή Ανδρίτζου. Ομως δεν ήταν αυτό το πραγματικό του επίθετο. Ο πατέρας του λεγόταν Ανδρέας Βαρούσης ή σύμφωνα με τον Μπάμπη Αννινο Ανδρέας Μουτσανάς4. Συνηθιζόταν όμως εκείνη την εποχή να προφέρονται τα ονόματα επί το κολακευτικότερον. Ετσι τον Ανδρέα το έλεγαν Ανδρούτσο, τον Πάνο Πανούτσο, το Γιάννη Γιαννούτσο κ.ο.κ.Πριν την Επανάσταση του '21 ο Οδυσσέας ήταν στη στρατιωτική υπηρεσία του Αλί Πασά, όπου και εξελίχθηκε γρήγορα, φτάνοντας, στα 1816, να αναλάβει στρατιωτικός διοικητής στην επαρχία της Λιβαδειάς, ενώ στη συνέχεια η εξουσία του επεκτάθηκε στη Βοιωτία, στη Φωκίδα και τη Δωρίδα. Το μέλλον του στην υπηρεσία των Τούρκων διαγραφόταν αναμφίβολα λαμπρό. «Αξιοσημείωτον- γράφει ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος5- ότι ουδείς ποτέ τόσω νέος, όσω ην τότε ο Οδυσσεύς, κατέσχε τοιαύτα τιμητικά και μεγάλα αξιώματα». Κι όμως όταν ξέσπασε η επανάσταση δε δίστασε να ταχθεί με το μέρος της. Για την ακρίβεια είχε φροντίσει από νωρίτερα να επιλέξει στρατόπεδο δεδομένου ότι από το 1818 είχε προσχωρήσει στη Φιλική Εταιρεία6. Είχε το διάβολο μέσα του, όπως ο ίδιος συνήθιζε να λέει. Εκείνο όμως το διάβολο που δεν αφήνει σε ησυχία τις συνειδήσεις και τις ωθεί στις μεγάλες πράξεις. Σ' ένα γράμμα του στο Μοραΐτην Κοτζαμπάση Αναστάσιο Λόντο, γραμμένο στις 14 Φεβρουαρίου του 1824, γράφει χαρακτηριστικά7: «Εσηκώθη η Επανάστασις και ευθύς συρόμενος από τον διαβολόν μου, ελάτρευσα τους αρχηγούς της, τη φωνή της άκουσα στα φυλλοκάρδια μου, εσεβάστηκα την απόφασίν της και έτρεξα με όλους τους αρματολούς της Ελλάδος να σκοτώσω Τούρκους. Μολονότι εκέρδιζα εν καιρώ Τουρκίας, ο διάβολος μου μου αφήρεσεν αυτήν την κλίσιν, αφού εσηκώσαμεν τάρματα. Και τι τα πολυλογώ; Τόσον με εφώτισεν ο διάβολός μου, ώστε να γεμίσω ψείραις, να λιμάξω ψωμί, να κοίτωμαι εις τα νερά, εις τα χιόνια και εις τη λάσπην, να δοκιμάζω κάθε στρατιωτικήν αχαριστίαν, να πίνω φαρμάκια από εχθρούς και φίλους, να κυνηγώμαι ως κατάδικος από αυτούς τους συγγενείς και φίλους της δικαιοσύνης, να επιθυμώ συνελεύσεις εθνικάς, να αγαπώ δικαίους διοικητάς, να είμαι λάτρης των εναρέτων και φίλος των σοφών, να διψώ την αυτονομίαν και ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, επιθυμώντας μόνον και μόνον Ελληνες να διοικούν και να βασιλεύουν εις τους Ελληνας».
Στο στόχαστρο του κοτζαμπασισμού
Η προσφορά του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην ελληνική επανάσταση - για την οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε αναλυτικά εδώ- υπήρξε μεγάλη και θα μπορούσε ίσως να είναι μεγαλύτερη, αν το ελληνικό κατεστημένο της εποχής δεν πετύχαινε τη σπίλωση και την εξόντωσή του βλέποντας στον πρόσωπό του έναν αυριανό εχθρό. «Το κόμμα των πολιτικών εις το οποίον ανήκε ο Λόντος- γράφει ο Μπ. Αννινος8- ηχθρεύετο ανέκαθεν τον Οδυσσέα, ανήκοντα φυσικά εις το κόμμα των στρατιωτικών, το αποτελεσθέν εν αρχή εκ του Κολοκοτρώνη, Υψηλάντου και άλλων οπλαρχηγών. Ο ατίθασος και πανούργος πολεμιστής δεν υπετάσσετο ευκόλως εις τας ιδιοτελείς ορέξεις και δεν έστεργε να εξυπηρετή τα σχέδια των αυθαιρέτων κοτζαμπασήδων, ουδέ να συμπράττη μετ' αυτών εις τας μικροραδιουργίας των».Είχε πολλούς, λοιπόν, εχθρούς ο Οδυσσέας και κυρίως την τάξη των ανθρώπων που ήθελαν να γίνουν Τούρκοι στη θέση των Τούρκων, επιδιώκοντας να απαλλαγούν κάποια στιγμή από τους λαϊκούς ηγέτες της εποχής. Ο Κορδάτος, που δεν πολυσυμπαθεί τον Ανδρούτσο, αποτιμά ως εξής την προσωπικότητά του9: «Τρεις κυρίως στρατιωτικές μορφές έβγαλε το Εικοσιένα: Τον Κολοκοτρώνη, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και το Γ. Καραϊσκάκη».
Αναμφίβολα περί αυτού επρόκειτο, γι' αυτό και ο Οδυσσέας ήταν πάντοτε στο στόχαστρο του κοινωνικοπολιτικού κατεστημένου της εποχής που δεν έχανε ευκαιρία να εντοπίζει και να αξιοποιεί τα σημεία στα οποία ήταν ευάλωτος, τη σκληρότητά του, την καχυποψία του, τη φιλαρχία του και κυρίως την τόλμη του. Το γεγονός δηλαδή ότι δε δίσταζε να κλείνει προσωρινές συμμαχίες με τον αντίπαλο, επιδιώκοντας εμφανή ή λιγότερο εμφανή, άμεσα, μεσοπρόθεσμα ή και μακροπρόθεσμα κέρδη για την επανάσταση. Στο γράμμα του προς τον Δ. Υψηλάντη, που αναφέραμε στην αρχή, ο ίδιος γράφει γι' αυτή του την τακτική: «να πληροφορήσεις τον κόσμον ότι εγώ κρατώ πάντα ανταπόκρισιν με τους Τούρκους με σκοπόν πατριωτικόν όπου με τούτον τον τρόπον να εμπορέσωμεν καμίαν φοράν να τους φέρομεν εις καμίαν τοποθεσίαν όπου να τους χάσωμεν. Αλλά ταύτα μου τα τερτίπια οι κοτζαμπασίδες και οι νέοι Γενεραλαίοι της μεγάλης επικράτειας της Ελλάδος τα λεν προδοσίες».Αν βέβαια τα πράγματα είχαν μείνει στο επίπεδο της συκοφαντίας λίγο θα ήταν το κακό. Ομως δεν έμειναν εκεί. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος φυλακίστηκε και δολοφονήθηκε με την κατηγορία του προδότη κι έμεινε στη μνήμη των ανθρώπων μ' αυτή τη ρετσινιά για 40 ολόκληρα χρόνια. Ας δούμε εν συντομία το πώς:
Σπιλωμένος, δολοφονημένος, διασυρμένος
Το Δεκέμβρη του 1824 κατηγορήθηκε ότι είχε έρθει σε συμφωνία με τους Τούρκους, επιδιώκοντας να δημιουργήσει ανεξάρτητο καπετανάτο στην Ανατολική Ρούμελη και την Εύβοια. Ετσι, με εντολή της κυβέρνησης των επαναστατημένων Ελλήνων κινήθηκαν εναντίον του ελληνικά στρατεύματα επικεφαλής των οποίων βρισκόταν το πρώην πρωτοπαλίκαρο του, ο Γιάννης Γκούρας. Το ότι ο Ανδρούτσος είχε έρθει σε συνεννόηση με τους Τούρκους δεν αμφισβητείται ούτε από τους επικριτές του ούτε από τους υποστηρικτές του. Οι πρώτοι όμως μιλούν για προδοσία, ενώ οι δεύτεροι για τη συνηθισμένη τακτική του Οδυσσέα να ξεγελά τον αντίπαλο με σκοπό το όφελος του επαναστατικού αγώνα. «Ο Οδυσσεύς- λέει στην Αναμνήσεις του ο γαμπρός και συναγωνιστής του Εδουάρδ Τρελλώνης10- πώποτε δεν επρόδωσεν, ήτον ο ειλικρινέστερος πατριώτης και ο στρατηγικώτερος ανήρ της ελληνικής επαναστάσεως... κατέφυγε εις τους Τούρκους, ίνα απειλήση την αχαλινώτως διώκουσαν αυτόν κυβέρνησιν και ίνα φέρη τον τουρκικόν στρατόν εις τας χείρας των Ελλήνων. Ητον γενικόν στρατήγημα των τε Ελλήνων και Τούρκων να προσποιώνται προδοσίαν, όπως ο εις παγιδεύση τον άλλον». Τα ίδια πάνω- κάτω λέει κι ο Ν. Σπηλιάδης στα απομνημονεύματα του11. Ομως και η ίδια η συμπεριφορά του Οδυσσέα όταν τα ελληνικά στρατεύματα στράφηκαν εναντίον του δεν ήταν συμπεριφορά προδότη, δομένου ότι απέφυγε να χτυπηθεί μαζί τους στηριζόμενος στην τουρκική βοήθεια που εύκολα μπορούσε να εξασφαλίσει. Ο Γκούρας μάλιστα στις εκθέσεις του προς τους ανωτέρους του κατηγορεί τον Οδυσσέα ως δειλό επειδή απέφευγε να συγκρουστεί μαζί του.Τελικά, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος παραδόθηκε στους διώκτες του οι οποίοι αντί να τον αφήσουν ελεύθερο όπως του είχαν υποσχεθεί τον οδήγησαν στην Αθήνα και τον φυλάκισαν στην Ακρόπολη. Μάλιστα όταν τον περνούσαν από τους δρόμους της πόλης φρόντισαν και για τη δημόσια διαπόμπευσή του. «Η υπόληψή του- γράφει ο Καρλ Μέντελσον13- είχε ξεπέσει εξαιτίας των μηχανορραφιών των αντιπάλων του και το πλήθος τον σκαμπίλιζε στο δρόμο, καθώς τον περνούσαν». Τελικά τη νύχτα 4 προς 5 Ιουνίου του 1825, αφού πρώτα τον βασάνισαν για να τους πει πού είχε κρυμμένους θησαυρούς, τον δολοφόνησαν συνθλίβοντάς του τα γεννητικά όργανα και στη συνέχεια οργάνωσαν τη σκηνοθεσία ότι ο θάνατός του προήλθε από την προσπάθειά του να δραπετεύσει14. Ο Ανδρούτσος δολοφονήθηκε. Σ' αυτό βρίσκεται σύμφωνη η πλειοψηφία των ιστορικών. Ο Σπηλιάδης μάλιστα προσθέτει πως τη διαταγή της δολοφονίας την έδωσε ο Γκούρας κατ' εντολή της κυβέρνησης ή του Κωλέτη15. Προφανώς έτσι έγινε δεδομένου ότι όπως μας πληροφορεί ο Μακρυγιάννης τον Γκούρα «τον έτυπτε η συνείδησή του διά το κάμωμα οπούκαμεν εις τον Δυσσέα».Ο νεκρός Οδυσσέας τάφηκε στο μικρό ναό των Ασωμάτων στους πρόποδες της Ακροπόλεως και μετά από οκτώ χρόνια η γυναίκα του πραγματοποίησε εκταφή των οστών, τα οποία κατέθεσε σε κάποιον από τους ναούς της πόλης. Εν τω μεταξύ ο διασυρμός του αγωνιστή συνεχιζόταν και μετά το θάνατό του. Για σαράντα ολόκληρα χρόνια τον αναθεμάτιζαν ως προδότη και κανείς δεν ήξερε πού βρίσκονται τα οστά του. Εδέησε όμως έστω και καθυστερημένα η πολιτεία να αναγνωρίσει την προσφορά του ήρωα και να του αποδώσει τις στοιχειώδεις τιμές, την Κυριακή 21/2/1865 κατά την τέλεση μνημοσύνου στη Μητρόπολη και τη μετακομιδή των οστών του στο Α` Νεκροταφείο. Εστω και αργά αυτή η δικαίωση ήταν σημαντική αν και στη συνείδηση του λαού ο Ανδρούτσος ήταν πάντα δικαιωμένος.