Κληρικός, αγωνιστής, απόστολος της Φιλικής Εταιρείας. Ευφραδής αλλά συχνά εριστικός, πνεύμα αντιλογίας αλλά και εμπνευστής του πλήθους. Γεννήθηκε στο χωριό Πολιανή της Μεσσηνίας και φοίτησε στη Σχολή Δημητσάνας, όπου όμως, όπως λέγεται, γράμματα δεν έμαθε πολλά. Μετά το τέλος των σπουδών του, πιθανώς το 1816, έγινε μοναχός στη Μονή Βελανιδιάς στην Καλαμάτα. Εκεί ήρθε σε ρήξη με την ιεραρχία και αναγκάστηκε να φύγει για να εγκατασταθεί στη Μονή Ρεκίστας, μεταξύ Λεονταρίου και Μυστρά. Οι προσωπικές του διαμάχες δεν είχαν όμως τέλος. Λόγω κτηματικών διαφορών συγκρούστηκε με έναν ισχυρό Τούρκο της περιοχής και αναγκάστηκε να εκπατρισθεί. Καθώς τον κατεδίωκαν ο Παπαφλέσσας φώναξε στους διώκτες του: «Αϊντε ρε και πού θα μου πάτε; Θα ξαναγυρίσω πάλι ή δεσπότης ή πασάς και τότε θα λογαριαστούμε», υπόσχεση την οποία τήρησε.
Στη νέα του προσωρινή πατρίδα, την Κωνσταντινούπολη, φιλοξενήθηκε εγκαρδίως από τους εκεί συμπατριώτες του. Επί πατριαρχίας Γρηγορίου Ε’ (1745-1821) ο Παπαφλέσσας χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης. Στις 21 Ιουνίου 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Παναγιώτη Αναγνώστου (Αναγνωσταρά) και ανέλαβε τη σημαντική αποστολή της κατήχησης των κατοίκων των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών με το συνθηματικό όνομα Αρμόδιος. Το όνομα Παπαφλέσσας οφείλεται σε παρωνύμιο της οικογενείας του που επικράτησε τελικά στον λαό, ενώ σε όλα τα επίσημα έγγραφα της Επανάστασης αναφέρεται πάντοτε ως Γρηγόριος Δικαίος. Στην επιστροφή του στην Ελλάδα, μετά το πέρας της πρώτης του αποστολής, συνελήφθη από τους Τούρκους και εν τέλει φυγαδεύτηκε με τη βοήθεια του πατριάρχη Γρηγορίου. Οταν πλέον επέστρεψε στην Πελοπόννησο κατείχε ήδη το πνεύμα του αγωνιστή. Με δεκάδες έγγραφα της Φιλικής Εταιρείας στα χέρια του ξεκίνησε μια σειρά ομιλίες ευαγγελιζόμενος την απελευθέρωση των Ελλήνων από τον ζυγό των Τούρκων.
Ο ηγετικός του χαρακτήρας και οι πρωτοβουλίες του αυτές ανησύχησαν πολλούς προύχοντες, οι οποίοι δεν ήθελαν να διαταραχθεί η τάξη και οι Τούρκοι να προβούν σε αντίποινα. Πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι σκέφθηκαν να τον συλλάβουν και να τον παραδώσουν στα χέρια του εχθρού. Ο Παπαφλέσσας όμως διαισθάνθηκε τον κίνδυνο και φρόντισε να περιορίσει τη δράση του στους απλούς χωρικούς, οι οποίοι τον προστάτευαν, γοητευμένοι από τον χαρισματικό ηγέτη τους.Η εν Μανιακίω της Πυλίας μάχη, «καθ’ ην ο Γρηγόριος Παπαφλέσσας, ηρωικώς μαχόμενος, έπεσε ως νέος Λεωνίδας» Τον Ιανουάριο του 1821 στη Βοστίτσα, στο Αίγιο, ο Παπαφλέσσας κάλεσε συνέλευση, όπου και έθιξε τα μείζονα θέματα της χώρας. Μίλησε περί ελευθερίας και δικαιωμάτων, περί πνεύματος και ελληνικότητας και υποστήριξε την Επανάσταση. Μια επανάσταση την οποία αποδοκίμασαν πολλοί από τους συμμετέχοντες υποστηρίζοντας ότι το έδαφος δεν ήταν έτοιμο ακόμη. Ο Παπαφλέσσας τότε σήκωσε επιδεικτικά την επιστολή που είχε στείλει ο Υψηλάντης τονίζοντας την αναγκαιότητα της άμεσης έναρξης του αγώνα. Χωρίς όμως ανταπόκριση. Οργισμένος αναχώρησε για τη Μάνη, όπου συνάντησε τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Χριστόφορο Περραιβό.Μετά την κήρυξη της Επανάστασης ο Παπαφλέσσας έβγαλε το ράσο του αρχιμανδρίτη και φόρεσε τη στολή του πολεμιστή. Από τον Μάρτιο του 1821 ως και τη μάχη στο Μανιάκι το 1825, όπου σκοτώθηκε, πρωταγωνίστησε σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις αλλά και σε πολιτικές δραστηριότητες. Στις περιοδείες του στην Αρκαδία, στη Γορτυνία, στην Ολυμπία, στην Αργολίδα και στην Κορινθία κινήθηκε με σκοπό να στρατολογήσει τους εκεί πληθυσμούς. Στην Αργολίδα, κατά την προσπάθειά του να εμποδίσει την προέλαση του Κεχαγιά Μπέη, εγκαταλείφθηκε από τους άοπλους και άπειρους χωρικούς που τον συνόδευαν και αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο κάστρο του Αργους, όπου και αντιμετώπισε τους Τούρκους. Στον επόμενο του προορισμό, στην Καρύταινα, ο τουρκικός στρατός ερχόμενος από την Τρίπολη ανάγκασε τον ίδιο και τον Κολοκοτρώνη να καταφύγουν στη Μεσσηνία, ενώ τον Ιούλιο του 1821 στα Μεγάλα Δερβένια της Μεγαρίδας μαζί με άλλους οπλαρχηγούς κατόρθωσε να παρεμποδίσει την είσοδο του τουρκικού στρατού του Ομέρ Βρυώνη στην Πελοπόννησο.Τον Δεκέμβριο του 1821 έγινε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και έλαβε μέρος στην Α’ Γενική Συνέλευση της Επιδαύρου, στη Β’ Εθνική Συνέλευση του Αστρους και την 1η Ιουλίου 1823 ανέλαβε το υπουργείο Εσωτερικών. Στον εμφύλιο πόλεμο βρέθηκε αντίπαλος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, παρ’ ότι στο παρελθόν είχε πολεμήσει μαζί του. Στο πλευρό της κυβέρνησης Γ. Κουντουριώτη κυνήγησε τους Κολοκοτρωναίους, ενώ οι ένοπλες συγκρούσεις μαζί τους καθώς και με άλλους αγωνιστές της Επανάστασης αποτελούν γκρίζες σελίδες στην ιστορία του έθνους κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο. Παρ’ όλα αυτά, όταν ο Ιμπραήμ απείλησε σοβαρά την έκβαση της Επανάστασης, ο ίδιος ο Παπαφλέσσας πρότεινε την αποφυλάκιση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και άλλων αντικυβερνητικών. Η απελευθέρωσή τους όμως δεν έγινε εγκαίρως. Ο Παπαφλέσσας έσπευσε στο Μανιάκι, το οποίο μετά την πτώση του Νεοκάστρου (11 Μαΐου 1825) αποτελούσε στόχο των Αιγυπτίων, όπου συγκέντρωσε αρχικά 1.500 άνδρες, από τους οποίους τελικά έμειναν μόνο 500. Κυκλωμένος από 3.000 ιππείς και πεζούς απέρριψε την πρόταση άλλων οπλαρχηγών να μετακινηθεί σε πιο ασφαλή θέση. Στην οκτάωρη αυτή μάχη ο Παπαφλέσσας έπεσε νεκρός μαζί με τους περισσότερους άνδρες του.
Ιμπραήμ Πασάς (1789-1848)
Ο Ιμπραήμ, γιος (θετός, σύμφωνα με κάποιους) του χεβίδη της Αιγύπτου Μωχάμετ Αλη, γεννήθηκε το 1789 στην Καβάλα και υπήρξε ο πρωτότοκος ανάμεσα σε τρεις. Οι ιστορικοί μιλούν για έναν άντρα κοντόσωμο, παράφορο, τολμηρό και αποφασιστικό. Μορφώθηκε κυρίως από ευρωπαίους παιδαγωγούς και στρατιωτικούς δασκάλους. Θεωρήθηκε λοιπόν φυσικό επακόλουθο η προσπάθειά του να εφαρμόσει νέες, «εξευρωπαϊσμένες», μεθόδους τόσο στη διακυβέρνηση της Αιγύπτου όσο και στη δομή και στην οργάνωση του στρατού της.Το 1805 διορίστηκε από τον πατέρα του αντιβασιλέας. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας εναντίον της επαναστατημένης φυλής των Βαχαβιτών, στην Αραβία, το 1818, αλλά και σε μια αντίστοιχη στο Σουδάν, το 1821-22, απέδειξε περίτρανα τη στρατηγική του ιδιοφυΐα, κερδίζοντας ταυτόχρονα την απόλυτη εμπιστοσύνη του πατέρα του.
Από εκείνη τη στιγμή ασχολήθηκε συστηματικά με την αναδιοργάνωση και την εκπαίδευση του αιγυπτιακού στρατού προσλαμβάνοντας για εκπαιδευτές γάλλους αξιωματικούς, αποστράτους του στρατού του Ναπολέοντα.Ετσι το 1823 είχε στη διάθεσή του 100.000 καλά γυμνασμένους και ετοιμοπόλεμους άντρες και έναν αξιόμαχο στόλο. Η ευκαιρία να δοκιμάσει στην πράξη το νέο του στράτευμα του δόθηκε το 1824, όταν ο τούρκος σουλτάνος Μαχμούτ Β’ ζήτησε τη βοήθεια των Αιγυπτίων προκειμένου να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση, δίνοντας ως αντάλλαγμα την Κρήτη.Υστερα από εντατικές προετοιμασίες αρκετών μηνών, την 7η Ιουλίου 1824 ο αιγυπτιακός στόλος από 25 πλοία και 100 μεταγωγικά, τα οποία μετέφεραν 8.000 στρατιώτες και 1.000 ιππείς, έκανε την εμφάνισή του στο Αιγαίο.Σε συνδυασμό με τον τουρκικό στόλο προέβησαν σε συνεχείς επιδρομές και καταστροφές νησιών, όπως τα Ψαρά. Τον χειμώνα του 1824-25, ενώ προετοιμαζόταν για απόβαση στην Πελοπόννησο, ενισχύθηκε με 12 επιπλέον πλοία και στρατεύματα από την Αίγυπτο. Οι πληροφορίες του για τις εμφύλιες συγκρούσεις των Ελλήνων ώθησαν τον Ιμπραήμ να επισπεύσει τις ενέργειές του αποβιβάζοντας στα μέσα Φεβρουαρίου 1825, χωρίς ουσιαστική αντίσταση, 4.000 πεζούς και 400 ιππείς στην παραλία της Μεθώνης.Μέσα στις επόμενες ημέρες, με 15.000 άντρες πλέον, ο Ιμπραήμ στράφηκε κατά του Παλαιοκάστρου και του Νεοκάστρου, τα οποία παραδόθηκαν στις 30.4.1825, μετά τη δεινή ήττα των Ελλήνων στο Κρεμμύδι (7.4.1825) και την άλωση της Σφακτηρίας. Ο δρόμος για την Τρίπολη ήταν ανοιχτός. Στις 11 Ιουνίου και παρά την ηρωική θυσία του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι κατέστρεψε την πόλη και αμέσως μετά επιχείρησε να προχωρήσει προς το Αργος. Ωστόσο ο Δημήτριος Υψηλάντης μαζί με τον Μακρυγιάννη και 300 άντρες κατάφεραν να τον σταματήσουν στους βάλτους κοντά στους Μύλους της Λέρνης (12.6.1825). Μετά την αποτυχία του αυτή ο Ιμπραήμ επέστρεψε στην Τρίπολη, την οποία χρησιμοποίησε ως βάση για τις μελλοντικές επιδρομές του.
Ως τον Νοέμβριο του 1825 εκστράτευσε εναντίον πολλών περιοχών της Πελοποννήσου πυρπολώντας, σφάζοντας και καταστρέφοντας, σε μια επίδειξη μοναδικής θηριωδίας. Τον μήνα αυτόν έφυγε για το Μεσολόγγι με σκοπό να ενισχύσει τα τουρκικά στρατεύματα του Κιουταχή τα οποία πολιορκούσαν την πόλη. Μετά την Εξοδο του Μεσολογγίου (10.4.1826) επέστρεψε στην Πελοπόννησο, όπου είχε αρχίσει να δέχεται σημαντική φθορά από τον κλεφτοπόλεμο των Ελλήνων, των οποίων ηγείτο ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Για περισσότερο από έναν χρόνο ο Ιμπραήμ συνέχισε τις επιδρομές και τις σποραδικές συγκρούσεις του με τους Ελληνες, σχεδιάζοντας παράλληλα μια απόβαση στην Υδρα και στις Σπέτσες. Τα πλοία του όμως - μαζί με τα τουρκικά - καταστράφηκαν από τον συμμαχικό στόλο στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (Οκτώβριος 1827).Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Αλεξάνδρειας, τον Αύγουστο του 1828, ο Ιμπραήμ αποχώρησε από την Ελλάδα (Οκτώβριος 1828) μαζί με τους 27.000 άντρες του.Μετά την επιστροφή του στην Αίγυπτο κατάφερε μαζί με τον πατέρα του να επεκτείνουν την επιρροή τους στη Μέση Ανατολή. Στις αρχές του 1832, με πρόφαση τις διαμάχες ανάμεσα στις τοπικές φυλές, κατέλαβε τη Γάζα, τη Χάιφα και πόλεις της Συρίας. Οι προσπάθειες του τούρκου σουλτάνου να περιορίσει τις φιλοδοξίες του Μεχμέτ Αλή κατέληξαν σε ανοιχτή σύγκρουση. Σε μάχη που έγινε στο Ικόνιο ο αιγυπτιακός στρατός επιβλήθηκε των Τούρκων και μόνο μετά από επέμβαση των Ρώσων σταμάτησε η προέλαση του Ιμπραήμ ως την Κωνσταντινούπολη. Το 1839 οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν βρίσκοντας και πάλι νικητή τον Ιμπραήμ στο Νεζίπ (Ιούνιος 1839). Υστερα όμως από τη νέα επέμβαση των Ευρωπαίων αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αίγυπτο, όπου και πέθανε από φυματίωση το 1848.