Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Κοΐντος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ (270-275 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴ Φρυγία καὶ γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς. Ἀπὸ μικρὸς ἀσκήθηκε στὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς πάσχοντες. Ὅταν ᾖλθε στὴν πόλη τῆς Αἰολίδος καὶ ἔγινε γνωστὸ στὸν ἡγεμόνα Ροῦφο ὅτι διαμοίραζε ἐλεημοσύνη στοὺς πτωχοὺς Χριστιανούς, συνελήφθη ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἐκβιαζόταν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος τὸν θεράπευσε ἀπὸ τὴν ἀσθένεια ποὺ εἶχε, τὸν ἄφησε ἐλεύθερο. Ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη σὲ ἄλλη πόλη, τὴν Κύμη, ὅπου οἱ Ἐθνικοὶ τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν σὲ εἰδωλολατρικὸ ναό, πιέζοντας τὸν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ νὰ προσκυνήσει τὰ εἴδωλα. Ξαφνικὰ ὅμως ἔγινε μεγάλος σεισμὸς καὶ ὁ ναὸς κατέπεσε. Οἱ εἰδωλολάτρες ἔφυγαν ἔντρομοι καὶ ἄφησαν ἐκεῖ τὸν Ἅγιο. Σαράντα ἡμέρες μετὰ τὸν σεισμό, ὁ ἄρχοντας τῆς περιοχῆς Κλέαρχος, ἄνθρωπος δεισιδαίμονας καὶ σκληρός, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τοῦ συντρίψουν τὰ σκέλη. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ Ἅγιος ἔγινε καλὰ καὶ ἔζησε ἀκόμη δέκα χρόνια. Ὅλο αὐτὸν τὸν καιρὸ διερχόταν τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ θεραπεύοντας τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἐλεώντας τοὺς πτωχούς.
Ἔτσι ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ἅγιος Κοΐντος, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.