
Κατόπιν συστάσεως τοῦ Ἀγάθωνος, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἄσσου τῆς Μυσίας. Ἡ Γρηγόριος ἀνέλαβε τὰ καθήκοντα τοῦ Ἐπισκόπου μὲ πολὺ ζῆλο καὶ ἐπιτέλεσε σπουδαῖο ἔργο, ὡς πολίτης ἄνω Σιῶν. Κατέληξε στὸ ὄρος Πρίαντος (Πριγιάμι) τῆς Λέσβου, ὅπου ἵδρυσε μονὴ στὴν ὁποία καὶ κοιμήθηκε ὀσιακά. Ὁ Ἅγιος πέθανε σὲ μεγάλη ἡλικία τὸ ἔτος 1150 ἢ τὸ 1185. Τὸ ἔτος 1935 ἔγιναν ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Μυτιλήνης Ἰακώβου (Κλεομβρότου) ἀνασκαφὲς στὸν χῶρο τῆς ἀρχαίας μονῆς καὶ ἀποκαλύφθηκε ὁ δικιόνιος βυζαντινὸς ναὸς μὲ τὸν εὐρύχωρο νάρθηκα, ἡ τράπεζα τῆς μονῆς καὶ οἱ θεμέλιοι ἄλλων κτισμάτων.
Ἡ ἀνεύρεση τῶν λειψάνων καὶ τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου ἔδωσαν νέα ὤθηση στὴν τιμὴ τοῦ Ἁγίου. Στὶς 16 Νοεμβρίου τοῦ 1935 τὰ ἱερὰ λείψανα ἀνεκομίσθησαν καὶ ἀπετέθησαν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Σκοπέλου τῆς νήσου Λέσβου.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας τιμᾷ τὴν ἱερὰ μνήμη του στὶς 10 Ἰουλίου, στὴν παλαιὰ μονὴ καὶ τὸ γεγονὸς τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὶς 10 Νοεμβρίου.