Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος ἐκ Μεγάρων

Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος, κατὰ κόσμον Λάμπρος Κανέλλος, γεννήθηκε στὰ Μέγαρα ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Δημήτριο καὶ τὴν Κυριακή. Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν γεωργὸς καὶ οἰκοδόμος. Νυμφεύθηκε τὴν Βασιλικὴ καὶ ἀπὸ τὸν γάμο του ἀπέκτησε δυὸ υἱούς, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Δημήτριο. Κάποιος βράδυ, στὸ χωριὸ Μάντρον, ὁραματίσθηκε τὴν Θεοτόκο, ἡ ὁποία τοῦ ὑπέδειξε νὰ πάει στὴν Σαλαμῖνα, ὅπου βρῆκε τὴν ἱερὰ εἰκόνα της καὶ νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἐρειπωμένο ναὸ αὐτῆς. Ἔτσι, τὸ ἔτος 1862, ὁ Ὅσιος ἀνήγειρε νέα μονή, τὴν γνωστὴ ἕως σήμερα μονὴ τῆς Φανερωμένης. Ἐκεῖ ἀργότερα ὁ Ὅσιος ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Λαυρέντιος. Μοναχὴ ὅμως ἔγινε καὶ ἡ σύζυγός του, ἡ ὁποία μετονομάσθηκε σὲ Βασσιανή. Γιὰ τὰ πολλά του πνευματικὰ χαρίσματα καὶ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος, σύμφωνα καὶ μὲ σχετικὸ χειρόγραφο σημείωμα, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1707. Ἡ τιμία κάρα του, ποὺ φέρει ἀργυρὸ περίβλημα, ἀπόκειται σὲ προσκύνηση στὸ ναΰδριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Μεγάρων τὸν γόνον, Ἀσκητῶν τὸν ὁμότροπον, καὶ φρουρὸν Μονῆς Σαλαμῖνος, θεοφόρον Λαυρέντιον, τιμήσωμεν προφρόνως ἀδελφοί, ὡς μέτοχον τῆς δόξης τοῦ Χρίστου, ἶνα τούτου ταὶς πρεσβείαις πάσης ὀργῆς, ρυώμεθα κραυγάζοντες, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διὰ σοῦ, ἠμιν Πάτερ τὰ πρόσφορα.