Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος Καραμάνος ἢ Κασσέτης, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1623. ἦταν ἔγγαμος καὶ ζοῦσε στὴ Σμύρνη.
Ὅταν κάποτε ἀγανάκτησε, εἶπε πάνω στὸν θυμό του ὅτι θὰ γίνει Τοῦρκος. Οἱ παρευρισκόμενοι Τοῦρκοι μόλις ἄκουσαν αὐτὸν τὸν λόγο, τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή. Ἀνακρινόμενος στὸ κριτήριο ὁ Νικόλαος εἶπε μὲ παρρησία ὅτι δὲν θὰ ἀρνηθεῖ ποτὲ τὸν Ποιητὴ καὶ Σωτῆρα του, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος μέλλει νὰ κρίνει ζῶντες καὶ νεκρούς. Παρὰ τὰ μαρτύρια, τοὺς ραβδισμοὺς καὶ τὴ φυλάκιση, ἀκόμη καὶ τὴν πίεση ποὺ τοῦ ἄσκησαν ἡ μητέρα του καὶ ἡ σύζυγός του, ὁ Ἅγιος παρέμεινε ἀμετάθετος στὴν πίστη. Ὁ κριτὴς τότε διέταξε καὶ ἔκαναν περιτομὴ στὸν Μάρτυρα μὲ τὴν βία. Ὁ Ἅγιος συνεχῶς ὁμολογοῦσε καὶ φυλακίσθηκε γιὰ δεύτερη φορά.
Ἡ ἀντοχὴ καὶ καρτερία τοῦ Ἁγίου Νικολάου κατέπληξε τοὺς πάντες. Μετὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια, τὰ ὁποῖα κράτησαν τριάντα ἕξι ἡμέρες, ὁ Ἅγιο ὁδηγήθηκε στὴν ἀγχόνη.
Ἔτσι τελειώθηκε μαρτυρικὰ τὴν ἡμέρα τῆς Μεγάλης Πέμπτης τοῦ ἔτους 1657.