Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2009

Kάλαντα Θειοφανείων απο διάφορα μέρη της Ελλάδας

ΚΑΛΑΝΤΑ ΘΡΑΚΗΣ








Σήμερα τα φώτα και φωτισμός
και χαρά μεγάλη κι αγιασμός.

Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθετ' ή κυρά μας ή Παναγιά.

Σπάργανα βαστάει, κεριά κρατεί,
και τον άγιο Γιάννη παρακαλεί:

-Άγ’ Αγιάννη αφέντη και Πρόδρομε,
δύνεσαι βαφτίσεις Θεού παιδί;

- Δύνομαι και θέλω και προσκυνώ,
και την κυρά μου παρακαλώ.

Αύριο θ' ανέβω στον ουρανό,
να καταθυμιάσω τους ουρανούς,

και θε να κατέβω στον ποταμό,
για να οε βαφτίσω Σε το Χριστό,

να καταπατήσω τα είδωλα
να καταχωνιάσω τα ζούζουλα,

να αγιάσω βρύσες και τα νερά,
να αγιάσ' αφέντης με την κυρά!

ΚΑΛΑΝΤΑ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑΣ











Μικρός μικρός στη Βηθλεέμ σπηλαίω εντός ετέθη
και τώρα άνδρας τέλειος στον Ιορδάνη τρέχει
με ένα καμηλόδερμα ήτανε τυλιγμένος
και με τη ζώνη του Χριστού ήταν περιζωσμένος

Εκοίταξα στον ουρανό κι είδα σταυρό στη μέση
κι απ΄ όλα τα ονόματα .... μου αρέσει.
και πάλι ματακοίταξα κι είδα ένα δυο στεφάνια
και με το καλονύχτισμα καλά σας Θεοφάνια.

Έτη πολλά να χαίρεστε πάντα ευτυχισμένα
σωματικώς και ψυχικώς να είστε πλουτισμένοι.

ΚΑΛΑΝΤΑ ΗΠΕΙΡΟΥ










Σήμερον τα φώτα κι ο Φωτισμός κι η χαρά μεγάλη κι ο Αγιασμός.
Σήμερον βαπτίζεται ο Χριστός! Θαύμα μέγα κάνει ο ποταμός.

ο Ιορδάνης εσχίστηκε, τον Χριστόν ιδών εφοβήθηκε.
Ήλθ' ο Κύριος μας επί της γης, ήλθ ο Ποιητής μας και Λυτρωτής.

Λίβανο βαστάει, κερί κρατεί και τον Ιωάννη παρακαλεί:
Έλα Ιωάννη και Βαπτιστή, έλα να βαπτίσεις Θεού παιδί

Έλα Ιωάννη και μην αργείς και δακρυρροώντας μην απορείς
τότε Ιωάννης εβάπτισε, τον Χριστόν βαπτίζων εδάκρυσε.

ΚΑΛΑΝΤΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣ











Καλησπέρα πάντες ω αδελφοί, ακούσατε την σήμερον εορτή.
Ακούσατέ τη σήμερον τη χαρά και την εορτή τη Δεσποτικιά.

Ήρθανε τα Φώτα κι ο Φωτισμός κι η χαρά μεγάλη κι ο Αγιασμός.
Ήρθαμε με ρόδα και μ’ αρετή, για να σας ειπούμε την εορτή.

Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό είν' η Παναγία με το Χριστό.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό σήμερα βαφτίζεται ο Χριστός.

Πολλά είπαμε της εορτής, ας πούμε τ' αφεντός μας;
Αφέντη κύριε Σπύρο μας καλησπερίσματά σας
και τ' Άγια Θεοφάνεια νάναι βοήθεια σας.

ΚΑΛΑΝΤΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ (Καρδίτσας)








Σήμερα 'ν'τα Φώτα κι Φωτισμός
κι χαρές μεγάλες στον Κύριο μας.

Αύριο η κυρά μας η Παναγιά
σπάργανα βασταίνει και γιον κρατεί,

με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα
και τον Άη Γιάννη παρακαλεί:

Άη Γιάννη αφέντη κι Πρόδρομε
δύνασαι βαφτίσεις Θεόν παιδί;

Δύνομαι και σώζω και προθυμώ,
μες στην κολυμπήθρα την αργυρή,

μες στον Ιορδάνη τον ποταμό.
Τ'άκουσ' η Μητέρα κι δάκρυσι.

Σώπα Κυρ' Μητέρα κι μη δακρύ 'ς
ώσπου ν’ ανεβούμε 'ςτσι 'φτά 'ρανούς,

να καταπατήσουμ' τα είδωλα,
να παρακαλέσουμ' τον Κύριο μας,

να μας ρίξει δρόσο, δροσούλ' στη γη,
ν' αγιαστούν οι βρύσες κι τα νιρά,

ν' αγιαστεί κι αφέντης μι την κυρά,

που 'παιρναν νεράκι κι νίβοννταν
κι χρυσό μαντλάκι σφουγγίζουνταν.

ΚΑΛΑΝΤΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ (Αγιά Λάρισας)

Σήμερα τα Φώτα κι ο φωτισμός
κι χαρά μιγάλη στουν Κύργιο μας.

Σπάργανο στον ώμο Θεόν κρατεί
και τον Άγιο Γιάννη παρακαλεί.

Δύνεσ' άγιο Γιάννη κι Πρόδρομε,
δύνεσαι βαφτίσεις Θεόν πιδί,
μέσ' στην κολυμπήθρα την αργυρή,

πόπαιρνα νεράκι και νίβομαν,
με χρυσό μαντήλι σκουπίζομαν.

Άγιασαν οι βρύσες κι τα νιρά,
άγιασε κι αφέντης με την κυρά.

ΚΑΛΑΝΤΑ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (Άμφισσας)






Καλή ν εσπέραν άρχοντες κι αν ίσως και κοιμάσθε,
με προθυμία ξυπνήσατε κι εμέναν αφογκράσθε.

Σήμερα είναι των Φωτών π' αγιάζουν οι παπάδες
και μες στα σπίτια μπαίνουνε και λέν' τον Ιορδάνη.

«Εν Ιορδάνη...» ψάλλουνε πως ο Χριστός εφάνη,
βοήθεια νάχουνε Χριστόν και μέγαν Ιωάννη.

Στη Γαλιλαία ήτονε στον Ιορδάνη πάει,
δια να λάβει βάπτισμα κι ο Πρόδρομος βογγάει:

Εγώ 'μαι δούλος Σου Χριστέ και πώς να Σε βαπτίσω;
Στην απαλή Σου Κορυφή πώς ημπορώ ν' αγγίξω;

Σαν άπλωσεν ο Πρόδρομος το άγιό του χέρι,
εσχίσθηκεν ο Ουρανός και βγήκε περιστέρι!

Το Άγιο Πνεύμα ήτονε! Βγήκε να μαρτυρήσει,
ότι Χριστός βαπτίσθηκε, σ' Ανατολή και Δύση.

Η θάλασσα κι οι ποταμοί, απ' τη χαρά τους τρέχουν
και πάλι από το φόβο τους οπίσω επιστρέφουν!

ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ (Πάτρας)











Καλημέρα πάντες ω αδελφοί,
ακούσατε την σήμερον εορτή.
Σήμερον τα Φώτα και εορτή
και λαμπρά ημέρα Δεσποτική.
Καλημέρα! Καλημέρα! Καλή σου μέρα αφέντη με την κερά.

Εν αρχή ως ήρχισεν ο Θεός
έχτισε την γην και τον ουρανόν.
Ύστερον δε πάλιν από αυτά,
έκαμε τα ζώα και τα φυτά.
Έκαμε την θάλασσαν, ποταμούς:
τον μέγαν Ιορδάνην και αλλουνούς.
Καλημέρα!

Ο Αδάμ κι η Εύα ημάρτησαν
και εις αμαρτίαν υπέπεσαν
την απάτην στου όφι την έρριξαν
και του Θεού δεν είπαν πως έφταιξαν.
Αλλ' ο όφις ήτο διάβολος,
πονηρών δαιμόνων διδάσκαλος!

Μα κι ο Ιησούς ο φιλάνθρωπος
ήλθεν εις τον κόσμον ωςάνθρωπος,
δια να λυτρώσει πάντας ημάς,
από αυτάς τας χείρας τας μιαράς.

Και τον Ιωάννην εζήτησε,
για το βάπτισμα Του τον έκραξε:
Ιωάννη Πρόδρομε σου ζητώ,
στον μέγαν Ιορδάνη να βαπτισθώ

Και ο Ιωάννης Του έλεγε
και σφοδρώς το σώμα του έτρεμε:
Πώς να Σε βαπτίσω, ω Λυτρωτά,
που η χειρ μου τρέμει και δειλιά;

Πώς τολμώ να βάλω την χείρα μου,
Εις την κορυφήν του Σωτήρα μου;
Άφες φόβον Πρόδρομε!
Σου ζητώ, στον μέγαν Ιορδάνη να βαπτισθώ.

Τότε τον βαπτίζει ο Βαπτιστής
κι έλαμψεν η έρημος παρευθύς!
Και φωνή ηκούσθη εκ του Πατρός:
«Ούτος ην Υιός μου αγαπητός!».

Και τα Χερουβείμ θυμιάζουσι
και τα Σεραφείμ τον δοξάζουσι.

Δια τούτο πάντες ω αδελφοί,
ακούσατε την σήμερον εορτή,
ίνα εορτάσωμεν αδελφοί,
ότι είν' ημέρα Δεσποτική.
Καλημέρα! Καλημέρα! Καλή σου μέρα αφέντη με την κερά.

ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ (Μάνης)

Ήρθανε τα Φώτα και τα φωτερά
ήρθε κι ή κυρά μας η Παναγιά,

σπάργανα κρατάει και κερί βαστεί
και τον άγιο Γιάννη παρακαλεί:

-Άγιε Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή
δύνεσαι βαφτίσεις θεού παιδί;

- Δύναμαι και θέλω, αλλά δεν τολμώ,
να βαφτίσ' εσένα 'π' τον ουρανό,

που 'ρθες να συντρίψεις τα είδωλα,
να κοταπατήσεις το δαίμονα.

ΚΑΛΑΝΤΑ ΛΗΜΝΟΥ








Εδώ μας στείλαν' κι ήρταμε σε τούτα τα παλάτια,
που 'ναι τα σπίτια δίπατα, γι' αυλές μαρμαρωμένες.
Τρεις άρχοντες τα φτιάχνανε κι οι τρεις αντρειωμένοι.

Με το ψηφί με το γυαλί, με το μαργαριτάρι
από μέσα με το μάλαμα κι' από 'ξω με τ' ασήμι,
κι από 'ξω απ' την πόρτα τους αγιόκλημα θεμένο.

Κάνει σταφύλι ροζακί, κάνει κρασί μοσχάτο,
όσες μανάδες το 'πιανε καμιά παιδί δεν κάνει,
κι αν το 'πινε κι η μάνα μας δεν ήθελε μας κάνει.

Είπαμε για το σπίτι σας, ένα καλό τραγούδι,
ο Θος να το πολυχρονά και να το στερεώνει.

Έχει αφέντη όμορφο, κερά μαλαματένια,
κι αν πεις και τα παιδάκια τους είν' ούλα ένα-ένα.

Να πουμ' για τον αφέντη μας κανέ καλό τραγούδι.

Σένα σε πρέπ' αφέντη μου καρέκλα καρυδένια,
για ν' ακουμπά η μέση σου η μαργαριταρένια.

Σένα σε πρέπ' αφέντη μου, σκαμνί και μαξιλάρι,
να κοσκινίζεις το φλουρί, να πέφτει τ' αλογάρι.

Σένα σε πρέπ' αφέντη μου, καράβια ν' αρματώνεις,
και τα σκοινιά του καραβιού, να τα μαλαματώνεις.

Είπαμε για τον αφέντη μας, ο Θός να τον φυλάγει,
Ο Θός να τον πολυχρονά και να τον στερεώνει.

Να πούμ' και για τ' κυράτσα μας κανέ καλό τραγούδι.

Κυρά ψιλή, κυρά λιγνή, κυρά καμπανοφρύδα,
σήκω κυρά μου, κι άλλαξε να πας ταχιά στα φώτα,

στα φώτα, στα φωτίσματα κι από καιρού και πάντα,
πούναι το χρόνο μια φορά κι έχουν και νοστιμάδα.

Στα φώτα στα φωτίσματα και στου Θεού το σπίτι,
βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθη,

και του κοράκου το φτερό, βάλτο καμπανοφρύδι.
Την όχεντρα, την πλουμιστή, γιορντάνι στο λαιμό σου,

τα κοχλιδάκια του γιαλού, κουμπιά στον κάβαδό σου,
τον άμμο, τον αμέτρητο, ψιλό μαργαριτάρι.

Είπαμ' για την κυράτσα μας ένα καλό τραγούδι,
ο Θός να την πολυχρονά και να την στερεώνει.

Να πούμ' και για το γιόκα σας κανέ καλό τραγούδι.

Αν έχεις γιο στα γράμματα και σέρνει το κοντύλι,
να δώσ' ο Θός κι η Παναγιά να βάλει πετραχείλι.

Κορώνα στο κεφάλι του σαν είν' στη λειτουργία
και πατερίτσα με σταυρούς μέσα στην εκκλησία.

Να πούμ' και για το μικρέλι σας ένα καλό τραγούδι.

Πιάνει στους κάμπους πέρδικες και στα βουνά λαγκάδια,
και μεσ' στα πετροχτίσματα πιάνει περιστερούδια.

Να πούμ' και για την κόρη σας κανέ καλό τραγούδι.

Προξενητάδες έρχονται, προξενητάδες φεύγουν
ρωτούνε και ξαναρωτούν ποιανού 'ναι αυτή η κόρη,

που 'χει τα μάτια σαν ελιές, τα φρύδια σαν γαϊτάνι,
που 'χει το μελιτζανοχειλο, ζωγράφος δεν το φκιάνει,
πούναι η ομορφότερη, απ' όλες τις κοπέλες.

Την κόρη σου την όμορφη γραμματικός τη θέλει,
μ' αν είναι και γραμματικός πολλά προικιά γυρεύει.

Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχυα,
γυρεύει και τη θάλασσα με ούλα τα καράβια.

Γυρεύει και τον κυρ-Βοριά να τα καλαρμενίζει,
γυρεύει και τον κυρ-Νοτιά, να τα καλοαράζει.

Να πουμ’ και για τα μικρέλια σας κανέ καλό τραγούδι.

Για λούζεται, για χτένζιτα, για μοσχοσαπνιζέτα,
για στέλνετά στο σχολειό, γράμματα μάθαινέτα.

Ο δάσκαλος τα μάλωσε μια μια χρυσή βεργίτσα,
δασκάλισσα τα μέρωσε με μια ποδιά καρύδια.

Βάζουν τα κλάματα στ' ποδιά και το χαρτί στο χέρι,
και πάνε στη μανούλα τους, την κρυφοχαϊδεμένη.

Πούνε παιδί μ' τα γράμματα, πού είν' ο λογισμός σου;
Τα γράμματα είναι στο σχολειό και τα καρύδια στ' τσέπη μ'.

Έχουμε κι άλλα πιότερα μα η ώρα δεν μας σώνει,
γιατί είν' ο Αυγερινός κοντά κι η Πούλια ξημερώνει.

Φέρτε πανέρια κάστανα, πανέρια λεπτοκάρυα,
φέρτε και το γλυκό κρασί, να πιούν' τα παλικάρια.

Σήκω κυρά μου, κι άνοιξε, μην κάνεις τόσο νάζι,
γιατί είν' πασ' τα μεσάνυχτα, μας έφαγε τ' αγιάζι.

Σήκω κυρά μου, κι άνοιξε την αργυρένια πόρτα,
κι αν έχεις γρόσια δώστα μας, φλουριά μην τα λυπάσαι.

Κι από το μαύρο γούρτζελο κανένα κομματάκι,
κι από τη μαύρη κότα σας, κανένα αυγουλάκι.

Ακόμα δεν τον εύρηκες τον μάνταλο ν' ανοίξεις,
να μας κεράσεις 'να κρασί και πάλε να σφαλίσεις.

Μαλαματένιος ποταμός να τρέξ' μεσ' την αυλή σας,
να πλύντε τα ρουχάκια σα