Η ιερότητα του όρους Σινά ήταν επόμενο να ελκύσει ψυχές Οσίων και Αναχωρητών, οι οποίοι κατά τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, ζητούσαν την ελεύθερη λατρεία, την ησυχία και την προσευχή σε ερημικούς τόπους. Ο τόπος εκείνος χωρίς να δίνει ανέσεις ήταν κατάλληλος για την πνευματική ανύψωση της ψυχής. Επιπλέον δε οι εντυπώσεις που έρχονταν στο νου από τις διηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης για το όρος Σινά ενίσχυαν την ησυχία του τόπου και την ολόψυχη αφοσίωση προς τον Θεό.
Επειδή τότε δεν υπήρχε κτισμένο μοναστήρι, οι παλαιοί εκείνοι Αναχωρητές και Ασκητές χρησιμοποιούσαν ως κελιά τους, σπήλαια ή καλύβες, τις οποίες έκτιζαν σε μικρή απόσταση τη μία από την άλλη.
Οι Άγιοι αυτοί Πατέρες εφονεύθησαν από τους Βλέμμυες, βάρβαρο λαό που κατοικούσε σε όλη την έρημο, από την Αραβία μέχρι την Αίγυπτο και την Ερυθρά Θάλασσα και άρχισε τις επιδρομές το 373 μ.Χ.
Αλλά και πριν από πολλά χρόνια, επί της εποχής της βασιλείας του Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ) και όταν Πατριάρχης Αλεξανδρείας ήταν ο Πέτρος (300-311 μ.Χ.), εφονεύθησαν και άλλοι Όσιοι Πατέρες που ησύχαζαν στο όρος Σινά. Συγκεκριμένα, στο όρος Σινά κατοικούσαν και Σαρακηνοί. , αυτοί, όταν πέθανε ο αρχηγός τους, ξεσηκώθηκαν και σκότωσαν πολλούς ασκητές. Όσοι από αυτούς διέφυγαν το θάνατο κατέφυγαν σε ένα οχύρωμα. Τότε, κατά θεία πρόνοια, φάνηκε την νύχτα στους Σαρακηνούς μια φλόγα που κατάκαιγε όλο το όρος Σινά και έφθανε ως τον ουρανό. Μόλις είδαν την φλόγα αυτή οι Σαρακηνοί, φοβήθηκαν πολύ, άφησαν κάτω τα όπλα τους και έφυγαν.
Οι Ασκητές που εφονεύθησαν ήταν τριάντα οκτώ και είχαν διάφορες πληγές στα σώματά τους. Άλλων δηλαδή είχαν αποκοπεί οι κεφαλές, ενώ άλλων μόλις κρατούνταν από ένα μικρό τμήμα δέρματος. Κάποιους μάλιστα, οι βάρβαροι τους έκοψαν στη μέση και χώρισαν τα σώματά τους σε δύο μέρη.
Από τα φονικά σπαθιά διεσώθησαν δύο Άγιοι, ο Σάββας και ο Ησαΐας, οι οποίοι και έθαψαν τους φονευθέντες και διηγήθηκαν τα σχετικά με αυτούς.