Μέγας Αθανάσιος ή Άγιος Αθανάσιος ή Αθανάσιος Αλεξανδρείας, (περ. 298[1] – 2 Μαΐου 373) ήταν Χριστιανός επίσκοπος και Πατριάρχης Αλεξανδρείας τον 4ο αιώνα. Αποτέλεσε τη σημαντικότερη θεολογική μορφή της εποχής του, o οποίow λόγω της ανεκτίμητης θεολογικής συνεισφοράς και της αμετακίνητης ορθοδόξου θεολογίας του, αποκλήθηκε Στύλος της Ορθοδοξίας. Εκδιώχτηκε μάλιστα πολλάκις για την αμετακίνητη θέση του σχετικά με την υπεράσπιση του ορθού δόγματος, αλλά επίσης και για τη σκληρή κριτική που ασκούσε στους άρχοντες της εποχής για την εκκλησιαστική ανάμιξη που επεδίωκαν. Τιμάται ως άγιος τόσο από την Ανατολική Ορθόδοξη όσο και από την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία και αποτελεί έναν από τους πέντε μεγάλους Πατέρες της Ανατολικής εκκλησίας και έναν από τους 33 Πατέρες της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Από πολύ νέος έδειξε την πνευματική κλίση του, με αποτέλεσμα σε ηλικία 25 ετών να χειροτονηθεί Διάκονος από τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο, τον οποίο ακολούθησε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325, στη Νίκαια της Βιθυνίας και σε ηλικία 33 ετών εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας.
Ο βίος του
Γεννήθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αφού κατά τον ιστορικό Σωκράτη τον Σχολαστικό, εκεί είχε πατρικό και οικογενειακό τάφο[2]. Οι γονείς του ήταν Χριστιανοί και από μικρή ηλικία έδειξε την ιερατική κλίση του, αφού παρίστανε τον ιερέα που βάπτιζε πιστούς. Από τα συγγράμματα του και τις περιγραφές του Γρηγορίου Θεολόγου συμπεραίνουμε, ότι ανατράφηκε θεολογικά και πως απέκτησε και εγκύκλιες γνώσεις, ενώ τη θεολογική του μόρφωση την απέκτησε στη θεολογική Κατηχητική Σχολή της Αλεξάνδρειας. Μεγάλη επίδραση για τη διαμόρφωση του ήθους του και της πορείας του, συνέβαλε η γνωριμία του με τον Μέγα Αντώνιο του οποίου και συνέγραψε τον «Βίο και Πολιτεία».
Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 4ου αιώνα όταν προκλήθηκε η μεγάλη Αρειανική διαμάχη στην Εκκλησία, λίγο καιρό μετά την κατάπαυση του κύματος διωγμών από τους Ρωμαίους Αυτοκράτορες, ο Αθανάσιος ως λαϊκός ακόμα συμμετείχε στην προσπάθεια καταπολέμησης των θέσεων που προασπιζόταν ο Άρειος, συγγράφοντας κείμενα όπως το Κατά Ειδώλων και το Περί Ενανθρωπήσεως του Λόγου. Το 325 πληροφορούμαστε ότι ήδη έχει χειροτονηθεί διάκονος όπου και συμμετέχει ενεργώς ως γραμματέας στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία είχε συγκληθεί από το Μέγα Κωνσταντίνο με σκοπό τη διευθέτηση των θεολογικών συγκρούσεων που ταλάνιζαν τις χριστιανικές εκκλησίες. Το 328 μετά την κοίμηση του πνευματικού του Πατέρα και επισκόπου Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου, με σύμφωνη απόφαση κλήρου και λαού, χειροτονήθηκε επίσκοπος, ένεκα του μεγάλου ζήλου και της φήμης που είχε αποκτήσει ως «ανυποχώρητου μαχητή». Χειροτονήθηκε σε ηλικία 33 ετών, στις 8 Ιουλίου του 328. Μετά την εκλογή του, άρχισε σημαντικό ποιμαντικό έργο, μελέτησε τις ανάγκες μοναχών, κληρικών και λαϊκών για τη καλύτερη δυνατή συμβίωση και εναρμόνιση των ρόλων τους στο εκκλησιαστικό πλαίσιο. Επίσης ανέπτυξε έντονη αντιαιρετική δράση, με κύριο στόχο την διάδοση του ορθού δόγματος της ομοουσιότητας του Πατρός και του Υιού, ενώ υπήρξε και προεξάρχων μεγάλου φιλανθρωπικού έργου στη περιοχή της Αλεξάνδρειας. Ο Μέγας Αθανάσιος, ο επονομαζόμενος και «στύλος της ορθοδοξίας», διετέλεσε Επίσκοπος για 46 έτη, εκ των οποίων τα 17 τα πέρασε στην εξορία. Μετά την καταδίκη του από την Α' Οικουμενική Σύνοδο, ο Άρειος δεν συμμορφώθηκε προς τις αποφάσεις της, μολονότι καθαιρέθηκε και εξορίστηκε. Την ομολογία της πίστεως του Αρείου την έκανε δεκτή και ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, επηρεασμένος από τον πρωτοστάτη των απόψεων του αρειανισμού, τον Ευσέβιο Νικομήδειας, διατάσσοντας ο Άρειος να γίνει δεκτός στην εκκλησιαστική κοινωνία. Ο Αθανάσιος εναντιώθηκε, διότι ερχόταν σε σύγκρουση με τα επιχειρήματα και τις αποφάσεις της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. Αυτό είχε αποτέλεσμα την μήνη των αρειανιστών επισκόπων, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να εκδιώξουν τον Αθανάσιο λόγω της μαχητικότητας και της αποτελεσματικότητάς του εναντίον τους. Οι επίσκοποι που συντάχθηκαν με τις θέσεις του Αρείου συνασπίστηκαν με άλλους επισκόπους, τους λεγόμενους Μελιτιανούς, στέλνοντας αντιπροσωπεία στον αυτοκράτορα, κατηγορώντας τον Αθανάσιο για επιβολή φόρων υπέρ της εκκλησίας, για μαγεία και πορνεία. Αρχικά συγκλήθηκε σύνοδος στην Καισάρεια, την οποία και δεν παραβρέθηκε, γνωρίζοντας ότι ήταν προμελετημένη σκευωρία των αντιπάλων επισκόπων. Ο Αυτοκράτορας όμως συγκάλεσε και δεύτερη σύνοδο στην Τύρο, διαμηνύοντάς του, ότι αν δεν παρευρισκόταν, θα ασκούνταν βία προκειμένου να παραστεί. Έτσι εμφανίστηκε, καταρρίπτοντας όλες τις κατηγορίες. Ο Αθανάσιος βρέθηκε μετά τη σύνοδο, σε δύσκολη θέση παίρνοντας μηνύματα σε βάρος της ζωής του. Γι' αυτό το λόγο πήρε το δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη, να δει τον Αυτοκράτορα και να του ζητήσει την προστασία του. Οι αντίπαλοί του όμως πέτυχαν όχι μόνο να μην ακροασθεί, αλλά και να εξοριστεί στη Γαλατία, πείθοντας τον Αυτοκράτορα με ψευδής κατηγορίες. O ίδιος δε, φαίνεται να ήταν δυσαρεστημένος σε βάρος του Αθανασίου για τη έντονη κριτική που του ασκούσε[3]. Αυτή ήταν η πρώτη του εξορία που διήρκεσε 2 έτη και 4 μήνες, επιστρέφοντας το 337 μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Η επιστροφή του Αθανασίου, συνεχίστηκε με πολλές συκοφαντίες, και στη προσπάθεια να τους αντικρούσει συγκάλεσε σύνοδο, όπου παρευρέθηκαν 100 επίσκοποι, που διακήρυξαν την αθωότητα του. Το ίδιο και Αρειανοί, πράττοντας το ακριβώς αντίθετο και πείθοντας το νέο φιλοαρειανό Αυτοκράτορα Κωνστάντιο. Έτσι εξορίζεται στη Ρώμη που ο Ιούλιος επίσκοπος Ρώμης, συγκαλεί σύνοδο και κηρύσσει την αθωότητα του. Ο Αυτοκράτορας Κωνστάντιος πιέζει τον αδερφό του Κώνστα να παρατείνει την εξορία του, παρά τη συνοδική απόφαση, η οποία γίνεται δεκτή από τους ορθοδόξους επισκόπους. Αποτέλεσμα ήταν η επιστροφή του, το 346, 6 έτη μετά την εξορία του. Ο Αθανάσιος λόγω του ποιμαντικού έργου που διενήργησε, αγαπήθηκε και αγκαλιάστηκε από τους Χριστιανούς της Ρώμης. Το 356, ο Κώνστας δολοφονείται, ο Κωνστάντιος γίνεται αυτοκράτορας του Δυτικού και του Ανατολικού μέρους της Αυτοκρατορίας και οι αντίπαλοι εκμεταλλευόμενοι τα φιλοαρειανά αισθήματα του, κινούνται αποφασιστικά. Καλούν σύνοδο, καθαιρούν τον Αθανάσιο και στέλνουν άγημα 5000 στρατιωτών με τον στρατηλάτη Συριανό, με σκοπό να τον εξοντώσουν οριστικά . Την ώρα που τελεί την παννυχίδα σε ναό, με πλήθος πιστών, ο ίδιος φυγαδεύεται στη έρημο, που παραμένει για άλλα έξι έτη.Στην επιστροφή του, μετά το θάνατο του Κωνστάντιου, στο θρόνο ανεβαίνει ο Ιουλιανός. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο θέλω των ανδρών εμφανίζεται άμεσα. Ο Ιουλιανός θέλει να επαναφέρει το καθεστώς του πανθέου, από την άλλη ο Αθανάσιος μάχεται με όλες του τις δυνάμεις για την αποκατάσταση της εκκλησίας. Ο Ιουλιανός πληροφορείται για τη δράση του Αθανασίου και διατάσσει νέα εξορία. Το 362 εξορίζεται στη Θηβαΐδα μέχρι το θάνατο του Ιουλιανού. Όμως έμελλε να εξοριστεί ακόμα μια φορά ο Αθανάσιος. Ενώ επέστρεψε και αρχικά προχώρησε απρόσκοπτα το έργο του, επί εποχής Ιοβιανού μέχρι το 364 και το θάνατό του, τον διαδέχεται ο Ουαλεντινιανός Α΄, ο οποίος ήταν οπαδός του Αρείου και εκδιώκει τον Αθανάσιο. Ο Αθανάσιος πληροφορούμαστε ότι αυτή την εποχή κρυβόταν «εν πατρώο μνήματι». Μέσα σε τέσσερις μήνες όμως φοβούμενος εξέγερση από την αγανάκτηση των κατοίκων της Αλεξάνδρειας, ανακάλεσε από την εξορία τον Αθανάσιο. Έκτοτε μέχρι και τον θάνατο του, παρέμεινε στο θρόνο του, χωρίς άλλους διωγμούς.