Υπήρξε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βασιλείου του Μακεδόνα (867-886), στην Ιερουσαλήμ. Ό πατέρας του ήταν και αυτός από την Ιερουσαλήμ, ή δε μητέρα του από τη Βηθανία. Σέ μικρή ηλικία οί γονείς του τον αφιέρωσαν σ' ένα των έκεΐ μοναστηριών, οπού διδασκόταν τη μοναχική ζωή και 12 χρονών έκάρη μοναχός. Αργότερα έφυγε από την Ιερουσαλήμ και πήγε στη Σελεύκεια, όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Από τη Σελεύκεια επανήλθε στην Ιερουσαλήμ και από 'κεί πήγε στην Κων/πολη, όπου επί Πατριάρχου Τρύφωνος (928-931) πήρε Ιερατική θέση. Επί δε του διαδόχου του Τρύφωνα, Θεοφύλακτου (933-956) εκλέχτηκε επίσκοπος Κερκύρας για την πολύ ενάρετη ζωή του. Σάν ποιμενάρχης διακρίθηκε για την ευαγγελική του δράση και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στίς ανάγκες του ποιμνίου του. Κάποτε όμως, ό Κων/νος Πορφυρογέννητος (911 -959), άγνωστο για ποιο λόγο, ζήτησε να παρουσιαστούν στη βασιλεύουσα οϊ Κερκυραίοι πρόκριτοι. Ό γέροντας, πλέον Αρσένιος, ανέλαβε να διευθετήσει τα πράγματα και πήγε στην Κων/πολη. Στήν επιστροφή όμως, πέθανε στο δρόμο κοντά στην Κόρινθο. Από 'κει μετακομίστηκε στην Κέρκυρα και το Ιερό του λείψανο έκανε, με τη χάρη του Θεού, πολλά θαύματα.
Άπολυτίκιον. Ηχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Σοφίας τάς χάριτας, καρποφορήσας πιστώς, ποιμήν ίερώτατος, της Εκκλησίας Χριστού, έδείχθης Αρσένιε, όθεν εν τη Κέρκυρα, εύκλεώς διαπρέψας, ίθυνας τον λαόν σου, προς νομάς αληθείας. Και νυν ταις σαίς ικεσίαις, σώζε τους δούλους