"Λυκοκαντζαραίοι
Οι Λυκοκαντζαραίοι έρχονται από τη γης από κάτου. Ούλον τον χρόνο πελεκάν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει της γης. Κόβουν, κόβουν όσο που μινέσκει λιγάκι ακόμα, ως νια κλωνά άκοπο, και λεν: "Χάϊστε να πάμε, και θα πέσει μοναχό του." Γυρίζουν πίσω της Βάφτισης και βρίσκουν το δέντρον ολάκερον, ακέριον μπίτι. Και πάλε κόβουν, και πάλ' έρχονται, κι ούλο 'φτόνη τη δουλειά κάνουν. (ΒΟΥΡΒΟΥΡΑ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ)
Οι Σκαλικάντζαροι
Από την πρώτη ημέρα του σαρανταήμερου ετοιμάζουν τα σκαλικαντζούρια το καράβι τους για νά'ρθουν στο νησί. Την πρώτη ημέρα κόβουν τα ξύλα στο δάσος και τα ετοιμάζουν, και ακούονται οι κούφιοι χτύποι που καρφώνουν τα μαδέρια. Όταν κοντεύουν τα Χριστούγεννα, το πισσώνουν, το καλαφατίζουν και την τελευταία ημέρα το ρίχνουν στο γιαλό. Έρχονται τη νύχτα του Χριστού, και από τότες ως τα Φώτα κανείς δεν τολμά να βγει τη νύχτα στους δρόμους, γιατί θα τον πειράξουν, ούτε κανένα κορίτσι να κάμει νυχτέρι με το λυχνάρι, γιατί ο σκαλικάντζαρος από τον καπνολόγο απάνω κυνηγάει το φως, και η κόρη που δουλεύει θα βουβαθεί ή θα σακατευτεί.
Και την παραμονή των Φώτων, γέροι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, όλη η φαμίλα των σκαλικαντζάρων, όπου φύγει φύγει. Φοβούνται μη τους προφτάσει ο παπάς με τον αγιασμό και τους ζεματίσει, γιατί θαρρούν πως η παπαδιά έχει θερμό τον αγιασμό, και ακολουθεί τον παπά που κρατεί το σταυρό. Οι γέροι αργά αργά λεν στους άλλους με τη χοντρή φωνή τους, για να τους παρακινήσουν να τρέξουν:
Φεύγεστε να φεύγουμε!
Νά παπάς με το σταυρό,
παπαδιά με το θερμό!
Και όταν ξεκινούν οι μεγάλοι, ακούγεται και η φωνή του μικρότερου παιδιού, που έμεινε πίσω γιατί δεν πρόφτασε να δέσει το τσαρουχάκι του, και τους φωνάζει:
"Καρτέρ' κι εμέ να βάνω το τσαρ'χάκι μ'!" (ΣΚΙΑΘΟΣ)
Οι πλανήταροι
Οι πλανήταροι, που σε μερικά μέρη της Κύπρου τους λεν και καλικαντζάρους, έρχονται στη γη τα Χριστούγεννα και μένουν όλα τα δωδεκαήμερα. Τους βλέπουν οι αλαφροστοίχειωτοι. Πότε παρουσιάζονται σα σκυλιά, πότε σα λαγού, πότε σα γαϊδούρια και σαν καμήλες, και συχνά σαν κουβάρια. Οι αλαφροστοίχειωτοι σκοντάφτουν απάνω τους, σκύβουν να τα πιάσουν, αλλ'άξαφνα το κουβάρι τρέχει μοναχό του και φεύγει. Παραπέρα γίνεται γάδαρος ή καμήλα και πάγει μπροστά. Γελιέται ο άνθρωπος, τον καβαλικεύει, και ο γάδαρος τότε ψηλώνει σα βουνό και τον ρίχνει από ψηλά, και γυρίζει εκείνος μισοπεθαμένος στο σπίτι του, κι αν δεν πεθάνει, θα είναι όμως αρρωστιάρης σ'όλη του τη ζωή.
Αν μπορέσει κανείς τα δωδεκαήμερα και δέσει τον πλανήταρο από πόδι με μόλινο, με λινή κόκκινη κλωστή, θα τον έχει δούλο του να τον στέλνει όπου θέλει σε δύσκολες δουλειές, και να τον διατάζει να του φέρνει ό,τι θέλει. Και όποιος δέσει πλανήταρο, τον βάζει κοντά σ'ένα κόσκινο και του παραγγέλνει να μετρήσει τις τρύπες του. Αυτός μετρά, ένα, δύο, και δε μπορεί να προχωρήσει στα τρία, γιατί φοβάται την Αγία Τριάδα ' σιωπαίνει και πάλι ξαναρχίζει το ένα-δύο.
Την τελευταία ημέρα τα δωδεκαήμερα, που θα φύγουν οι πλανήταροι, τους περιποιούνται και τους κάνουν ξεροτή'ανα. Και αυτοί, από πάνω απ'την τρούπα του καπνολόγου, γυρεύουν τα ξεροτή'ανα και λουκάνικα, που συνηθίζουν να τα κρεμούν στους καπνολόγους, και λέγουν:
Τιτσίν, τιτσίν λουκάνικον,
κομμάτι ξεροτή'ανον,
να φαν' οι καλικάντζαροι,
να πάσιν εις στον τόπον τους.
Τα ξεροτή'ανα τα ρίχνουν απάνω στα δώματα, να τα φάν' οι πλανήταροι που γυρίζουν τότε από σπίτι σε σπίτι και χαιρετιόνται που θα φύγουν. (ΚΥΠΡΟΣ)
Οι δυο γριές: Δυο γριές πήγαν να γιομίσουν τις βίκες τους νερό στη βρύση, και στο γυρισμό νύχτωσε, και σ'ένα αλώνι είδαν τους λυκοκαντζάρους να χορεύουν. Τις άρπαξαν και τις ανάγκασαν να πιαστούν κι αυτές στο χορό μαζί τους. Αυτές, πονηρές, εγδύθηκαν τσιτσίδι και άρχισαν να χορεύουν σαν να μην τις ένοιαζε καθόλου. Οι λυκοκάντζαροι, να ιδούν τέτοια παράξενα πλάσματα, απόρησαν και τρόμαξαν, και τις άφησαν ύστερα να φύγουν χωρίς ναν τις πειράξουν.