Ο Άγιος Κύριλλος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια από επίσημη οικογένεια, γύρω στο 380 μ. Χ., σύμφωνα με όσα αναφέρουν ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης και ο ιστορικός Σωκράτης, και ήταν γιος του αδελφού του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Θεοφίλου. Συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι με τον τρόπο της ζωής τους και με την διδασκαλία τους επέδρασαν ουσιαστικά στην διατύπωση της Ορθοδόξου Θεολογίας και την διαφύλαξή της από τις αιρέσεις, που απειλούσαν να την νοθεύσουν. Έτυχε λαμπράς εκπαιδεύσεως, μετά το τέλος της οποίας ασκήτευσε στην Νιτρία κάτω από την καθοδήγηση του Σεραπίωνα. Είναι πιθανόν όμως να μόνασε για κάποιο χρονικό διάστημα και στο Πηλούσιο, κοντά στον άγιο Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη, προς τον οποίον έτρεφε βαθύτατο σεβασμό. Μετά την επάνοδό του στην Αλεξάνδρεια χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος από τον θείο του Θεόφιλο. Μετά τον θάνατο του θείου του ανήλθε στον ιστορικό θρόνο της Αλεξάνδρειας, στις 18 Οκτωβρίου του 412. Ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας, εκτός από το τεράστιο συγγραφικό του έργο, ανέπτυξε και αξιόλογο κοινωνικό έργο. Οργάνωσε κατά τρόπον υποδειγματικό την κοινωνική πρόνοια και αλληλεγγύη, καθώς και την νοσοκομειακή περίθαλψη. Η πατριαρχεία του αγίου Κυρίλλου διήρκεσε 32 χρόνια και χαρακτηρίζεται από έντονους αγώνες κατά των αιρετικών και των ειδωλολατρών. Προήδρευσε των εργασιών της Γ Ο?κουμενικ?ς Συνόδου, το 431, και συνέβαλε τα μέγιστα στο γκρέμισμα των κακοδοξιών του Νεστορίου, ο οποίος δίδασκε ότι στον Χριστό έγινε «ένωση προσώπων κατ’ ευδοκίαν» και ότι «η Μαρία δεν γέννησε Θεόν, αλλά άνθρωπο θεοφόρο, εφ’ όσον με αυτόν ενώθηκε εξωτερικά ο Θεός» και γι’ αυτό ονόμαζε την Θεοτόκο Χριστοτόκο. Ο άγιος Κύριλλος διετύπωσε την Ορθόδοξη διδασκαλία ότι ο Θεός Λόγος ενοίκησε στην μήτρα της Παναγίας, σαρκώθηκε «εκ των αγνών αιμάτων της» και ενώ είναι τέλειος Θεός έγινε και τέλειος άνθρωπος, ήτοι Θεάνθρωπος. Στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού ενώθηκαν οι δύο φύσεις -θεία και ανθρωπίνη- ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως και αδιαιρέτως και επομένως η Παναγία είναι Θεοτόκος.
Εκοιμήθη στις 27 Ιουνίου του 444, αλλά η μνήμη του εορτάζεται στις 9 Ιουνίου, καθώς και στις 18 Ιανουαρίου, μαζί με την μνήμη του αγίου Αθανασίου.