Η Αγία Μάρτυς Αγνή καταγόταν από τη Ρώμη και από γενεά λαμπρη και ένδοξη. Επειδή ζούσε μια ζωή αγνή και καθαρή, δηλαδή ήταν πραγματικά αυτό που δήλωνε το όνομά της, αγνή, πολλές γυναίκες την θαύμαζαν και πήγαιναν κοντά της. Τότε η Αγία εύρισκε την ευκαιρία και τις δίδασκε την Χριστιανική αλήθεια και τις προέτρεπε να πιστέψουν στον Χριστό, ως τον μόνο Αληθινό Θεό και Αυτόν μόνο να λατρεύουν.
Οι δραστηριότητες αυτές της Αγίας Αγνής έφθασαν στα αυτιά του ειδωλολάτρη άρχοντα. Εκείνος εξοργίσθηκε πολύ και διέταξε να τη συλλάβουν αμέσως. Μόλις την οδήγησαν μπροστά του, την προέτρεψε να θυσιάσει στα είδωλα, αλλιώς θα την παραδώσει σε πορνείο. Εκείνη όμως αρνήθηκε κατηγορηματικά, λέγοντάς του : «Ούτε στους θεούς σου θα θυσιάσω, ούτε με ενδιαφέρει το αν θα με παραδώσεις σε πορνείο. Πιστεύω με βεβαιότητα ότι ο Θεός μου θα με διασώσει από μια τέτοια ατίμωση».
Όταν άκουσε αυτά ο άρχοντας, κάλεσε κάποιον και του παρέδωσε την Αγία Αγνή με εντολή να την διαπομπεύσει στην πόλη. Εκείνος εκτέλεσε την εντολή του άρχοντα κατά γράμμα και στην συνέχεια οδήγησε την Αγία στο εργαστήριο του Σατανά, στο πορνείο. Οποιοσδήποτε όμως πλησίαζε έχανε αμέσως την σαρκική επιθυμία και γινόταν τόσο ψυχρός, λες και ήταν νεκρός. Αλλά και οι βλέποντες εκείνο το θέαμα, εβόησαν όλοι τους με μια φωνή: «Μεγάλη η δύναμη του Χριστού».Τότε ο άρχοντας την ρώτησε πως συνέβη αυτό. Η Αγία του απάντησε: «Ο Κύριός μου και Θεός μου απέστειλε τον Άγγελό Του και με προστάτευσε από την ατίμωση».
Τότε ο άρχοντας διέταξε να κάψουν στο πυρ την Αγία. Αφού, λοιπόν, η Αγνή σφράγισε πρώτα τον εαυτό της με το σχήμα του Σταυρού, μπήκε με θάρρος στη μέση της φωτιάς. Και προσευχόμενη μαρτύρησε για τον Χριστό (303-305 μ.Χ.). Μόλις έσβησε η φωτιά, κάποιοι Χριστιανοί πήραν κρυφά το τίμιο λείψανό της και το ενταφίασαν με τιμές, δοξάζοντας τον Θεό.