Ο Όσιος Παύλος ο Θηβαίος, ήκμασε στα χρόνια του Δεκίου (249-251 μ.Χ.) και του Βαλεριανού (254-259 μ.Χ.). Σύμφωνα με την βιογραφία του Αγίου Ιερωνύμου, της οποίας πρόσφατα αποδείχθηκε η ιστορικότητα, με βάση μια πολύ αρχαιότερη ελληνική πηγή, τα όρια της ζωής του μπορούν να τοποθετηθούν μεταξύ των ετών 233 και 346 μ.Χ. Ανήκε σε πλούσια οικογένεια της κάτω Θηβαΐδος της Αιγύπτου. Όταν ο Δέκιος εξαπέλυσε κατά των Χριστιανών τον τρομερό διωγμό του, ο Όσιος σε νεαρή ηλικία έχασε τους γονείς του. Επειδή φοβήθηκε μήπως παραδοθεί στους διώκτες των Χριστιανών από τον άνδρα της αδελφής του, τον γαμπρό του, ζήτησε παρηγοριά και σωτηρία στην έρημο.
Αφού πέρασε ο διωγμός του Δεκίου και επανήλθε η γαλήνη, απατηλή όμως και προσωρινή, ο Όσιος αποφάσισε να εξακολουθήσει την ερημική του διαμονή. Στην έρημο αγάπησε τον ασκητικό βίο και προχώρησε στα ενδότερα, όπου βρήκε σπήλαιο, μέσα στο οποίο πέρασε όλο τον χρόνο της ζωής του με πνευματικούς αγώνες και στερήσεις. Λέγεται μάλιστα ότι έξω από το σπήλαιο έτρεχε δροσερότατη πηγή και υπήρχε φοίνικας, ιδιαίτερα ψηλός. Εκεί μέσα στην ησυχία της φύσεως, μελετούσε το Ιερό Ευαγγέλιο και άλλα ψυχωφελή βιβλία. Εκεί τον γνώρισαν και διάφοροι άλλοι αναχωρητές, που είχαν αναζητήσει και αυτοί στην έρημο την σωτηρία από τους διώκτες τους. Τόσο μάλιστα ήταν ολοφάνερη η πνευματική υπεροχή και η ταπεινοφροσύνη του, ώστε όλοι του απέδιδαν σεβασμό και αγάπη, και τον ρωτούσαν για πολλά ζητήματα, είτε ηθικής και θεολογικής διακρίσεως, είτε αναφερόμενα στην προσωπική τους ψυχική κατάσταση. Ο Όσιος απαντούσε στον καθένα πατρικά, λύνοντας τις απορίες τους, φωτίζοντας τις αμφιβολίες τους, στερεώνοντας τις πεποιθήσεις τους, καθοδηγώντας τους στον τελειότερο βίο, χωρίς καθόλου να υπερηφανεύεται, τιμώντας και τον μικρότερο από τους αδελφούς του και συμπεριφερόμενος με λεπτή, ευγενή και διακριτική συμπεριφορά.
Η φήμη του διακεκριμένου αναχωρητού, έφθασε και στα αυτιά του Μεγάλου Αντωνίου. Ήλθε λοιπόν και αυτός, το έτος 344 μ.Χ. στον Παύλο. Και τίποτα δεν ήταν συγκινητικότερο από την συνάντηση των δύο εκείνων αγίων ανδρών. Άγνωστοι έως τότε ο ένας προς τον άλλον, αντάλλαξαν αδελφικότατα ασπασμό και δοκίμαζαν ανέκφραστη χαρά, όσο διαρκούσε η συνάντηση και συνομιλούσαν και εκφράζονταν ο καθένας με ενθουσιασμό για τον άλλον και ταπεινά για τον εαυτό του. Μάλιστα ο Μέγας Αντώνιος απόρησε πώς έφτασε ο Όσιος Παύλος στα άβατα της ερήμου, όπου άνθρωπος ποτέ δεν τόλμησε.
Μετά από μερικούς μήνες επανήλθε ο Άγιος Αντώνιος. Την προηγούμενη νύχτα είχε πεθάνει ο Όσιος Παύλος και δύο λιοντάρια έστεκαν κοντά στον τάφο του, τον οποίο τα ίδια με τα νύχια τους τον είχαν ανασκάψει. Εκεί και τον είχαν αποθέσει. Ήταν εκατόν δέκα τριών ετών, όταν μετέστη ειρηνικά προς τον Κύριο. Ο Άγιος Αντώνιος επέστρεψε, φέροντας μαζί του ως ιερό κειμήλιο το ράσο του Οσίου Παύλου.
Απολυτίκιο. Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θειου Πνεύματος, τη επινεύσει, πρώτος ώκησας, εν τη ερήμω, Ήλιου τον ζηλωτήν μιμησάμενος και δι' ορνέου τραφείς ως ισάγγελος, υπ' Αντωνίου τω κόσμω εγνώρισαι. Παύλε όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον. Ήχος β Τα άνω ζητών.
Ποθήσας σοφέ, πτωχείαν χριστομίμητον, γονέων των σων, τον πλούτον εγκατέλιπες, και το Ευαγγέλιον εν χερσί σου κρατών ηκολούθησας, Ιωάννη Χριστώ τω Θεώ, πρεσβεύων απαύστως υπέρ πάντων ημών.