Όνομαζόταν Εύσεβία, καταγόταν από τη Ρώμη και ήταν "φεμινίστρια" της εποχής της, με την ύγιά, βέβαια, έννοια της λέξης. Πίστευε πώς ή γυναίκα είχε δικαιωμα και καθήκον να μη δέχεται σύζυγο πού θα της ήταν καθημερινό εμπόδιο στην κατά Χριστόν ζωή. Και όπως είπε ό Απ. Παύλος: "Μη γίνεσθε έτεροζυγούντες απίστοις"1. Δηλαδή, μη ' μπαίνετε στον ίδιο ζυγό (γάμο) με ανθρώπους πού δεν έχουν πίστη στό Θεό. Διότι "το μυστήριον τούτο μέγα εστίν, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την έκκλησίαν"2, πού σημαίνει, το μυστήριο αυτό του γάμου είναι μεγάλης σημασίας. Και το λέω αυτό, αναφερόμενος στην πνευματική ένωση του Χριστού και της Εκκλησίας. ΟΙ γονείς, όμως, της όσίας, είχαν διαφορετική γνώμη και ήθελαν να την παντρέψουν στανικώς, με όποιον αυτοί ήθελαν. Τότε εκείνη κρυφά φεύγει για την Αλεξάνδρεια. Μετονομάζεται Ξένη και για να χαθούν τα ίχνη της, πηγαίνει στο νησί Κως. Και από εκεί, στα Μύλασσα τής Καριάς. Εκεί, εγκαταστάθηκε με τις δύο υπηρέτριες πού την είχαν συνοδεύσει σε ήσυχαστικά κελιά. Κοντά εκεί, έκτισε μικρό ναό στο όνομα του Άγιου πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Αφού ήλθαν κοντά της και μερικές άλλες μοναχές, έκαναν μια εξαίρετη χριστιανική αδελφότητα. Ή παιδεία της, ή ευγένεια της και ή θερμή της πίστη γρήγορα έφθασαν παντού. Καθημερινά έτρεχαν κοντά της γυναίκες, για να πάρουν συμβουλές και να ζητήσουν τις προσευχές της. Έτσι, μ' αυτόν τον τρόπο ή όσια τις είλκυε στο Χριστό και τίς οδηγούσε στο δρόμο της σωτηρίας.
Β' προς Κορινθίους στ' 14
Προς Έφεσίους ε' 32.
Απολυτίκιον. Ηχος γ'. Θείας πίστεως.
Ξένην ήνυσας, ζωήν εν κόσμω, ξένην έσχηκας, προσηγορίαν, ύπεμφαίνουσαν τη κλήοει τον τρόπον σου' συ γαρ νυμφίον λιπούσα τον πρόοκαιρον, τώ άθανάτω όσίως νενύμφευσαι. Ξένη ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ήμίν το μέγα έλεος.