Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Οι σχισματικοί παλιοημερολογίτες

Α) Η διόρθωση ή αλλαγή του ημερολογίου έγινε χωρίς να προηγηθεί εκτεταμένη συζήτηση, οπότε υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις από μερίδα κόσμου και κατόπιν προκλήθηκε σχίσμα από ελάχιστους θερμοκέφαλους, που σοβεί, έστω και ελαττούμενο, έως σήμερα. Οι αντιδράσεις δεν αφορούσαν τον οικουμενισμό, διότι αυτός αρχίζει να γίνεται γνωστός μόνο μετά τη δεκαετία του 1960.
Αρχικά η Εκκλησία της Ελλάδος αποφάσισε να μην ακολουθήσει την Πολιτεία στην αλλαγή του ημερολογίου. Η αλγεινή εντύπωση που προκλήθηκε, όμως, στον κόσμο από τον χωριστό εορτασμό Πολιτείας-Εκκλησίας της 25ης Μαρτίου 1923, επέδρασε καταλυτικά στην αλλαγή του ημερολογίου από την Εκκλησία.
Έτσι, στη λατρεία εισήχθη το διορθωμένο ημερολόγιο το 1924, ενώ η Πολιτεία είχε αλλάξει ένα χρόνο πριν, το 1923. Ούτως ή άλλως, εκείνη την εποχή ο κόσμος είχε άλλα, πραγματικά και μεγάλα προβλήματα να λύσει: μόλις είχε συντελεστεί η Μικρασιατική Καταστροφή και στην Ελλάδα είχαμε δύο εκατομμύρια άστεγους και σε δεινή θέση πρόσφυγες.
Β) Δεν υπάρχει σωστό ημερολόγιο, ούτε είναι μόνο δύο τα ημερολόγια, όλα σφάλλουν μαθηματικώς, λίγο ή πολύ. Τα ημερολόγια είναι μια τυπική, ανθρώπινη συμβατικότητα, ο Θεός είναι άχρονος, υπέρ και πέραν του χρόνου.
Γ) Η αλλαγή όντως εξυπηρετεί τις λειτουργικές ανάγκες του κόσμου.
Η επιλογή του «νέου» έγινε κατ' ανάγκη και κατ' οικονομία. Πχ στην Ελλάδα, αν η Εκκλησία παρέμενε στο παλιό και το Κράτος στο νέο, θα έπρεπε να γιορτάσεις πρώτα 25η Μαρτίου ως ημέρα κήρυξης της Επανάστασης του 1821 και 13 μέρες μετά να γιορτάσεις χωριστά 25η Μαρτίου ως ημέρα Ευαγγελισμού της Θεοτόκου!
Επίσης, αντί να πας στην εκκλησία σε μια μεγάλη γιορτή, θα έπρεπες να πας στη δουλειά σου, γιατί είναι εργάσιμη ημέρα. Με την ενοποίηση αίρονται αυτά τα προβλήματα.
Άλλωστε, η Εκκλησία, σύμφωνα και με εντολές του ίδιου του Αποστόλου Παύλου, ενσωματώνεται στις κοινωνίες, τηρεί και συγκαταβαίνει στοργικά στους θεσμούς και τις ανάγκες των ανθρώπων, δεν επιτίθεται ως δυνάστης με τους δικούς της κανόνες, είτε λέγονται «ημερολόγιο» είτε αλλιώς.
Δ) Οι μετά το 1937 μόλις δύο παλαιοημερολογίτικες παρατάξεις έγιναν σήμερα με διαδοχικές διασπάσεις, αλληλοκαθαιρέσεις, αντιπαλότητες, αλληλοαποτειχισμούς, αλληλοαναθέματα (!) κλπ περισσότερες από 10.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Ματθαιικούς του Κηρύκου, τους Ματθαιικούς Ανδρεϊκούς, τους Ματθαιικούς Νικολαϊτες, τους Ενιστάμενους ή Κυπριανίτες, τους Φλωρινικούς Κιουσικούς, τους Φλωρινικούς Μακαρίτες, τους του Λαρίσης Αθανασίου και διάφορα παρακλάδια.
Ο σχολαστικισμός που τους διακρίνει και οι υπερβολές προτεσταντικού τύπου, σε συνέργεια με την προφανή Θεοεγκατάλειψη, τους οδηγούν σε ατέρμονες διασπάσεις. Καμμία παλαιοημερολογίτικη παράταξη δεν έχει ιερωσύνη και δεν έχει έγκυρα μυστήρια, σύμφωνα με την Εκκλησία. Οι ιεροπραξίες τους έχουν νομική μόνο, όχι πνευματική κάλυψη.
Ε) Το παλιοημερολογίτικο κίνημα είχε πολιτικά, αρχηγοκεντρικά και οικογενειοκρατικά χαρακτηριστικά.
α. Πολιτικά, διότι προερχόταν καθ’ ολοκληρίαν από τους φιλοβασιλικούς και ακροδεξιούς,
β. αρχηγικά, τόσο διότι υπέκρυπτε την πικρία ορισμένων που δεν είχαν αναδειχθεί σε καίριες διοικητικές θέσεις της Εκκλησίας, όσο και διότι το κίνημα αυτό είχε εξαιρετικά μεγάλο αριθμό επίδοξων «ηγετών»,
γ. οικογενειοκρατικά, διότι συχνά οι διαμορφούμενες «σύνοδοι» αποτελούνται από θείους και ανίψια, από μία οικογένεια.
Από τους αρχικούς υποκινητές της παλιοημερολογίτικης κίνησης, η πλειονότητα μεν εν μετανοία επέστρεψαν στην Εκκλησία, η μειονότητα δε αμετανόητοι καθαιρέθηκαν από την Εκκλησία.
Ηγέτες αυτού που κατέληξε σε σχίσμα απέμειναν μόνο ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης και ο Ματθαίος Καρπαθάκης, ο οποίοι χωρίστηκαν και μεταξύ τους δύο μόλις χρόνια μετά την ανάληψη αυτού που ονόμασαν «ιερό αγώνα», δηλαδή το 1937.
Πολύς κόσμος αντελήφθη το αδιέξοδο του παλαιοημερολογιτισμού το 1950 και 1951, μετά την αποκάλυψη βασανισμών παιδιών, υφαρπαγής περιουσιών και οικονομικών σκανδάλων στην παλιοημερολογίτικη «μονή Πευκοβουνογιάτρισσας» της Κερατέας Αττικής και την καταδίκη της «ηγουμένης» Μαριάμ σε ισόβια κάθειρξη.
Στ) Οι χειροτονίες που επικαλούνται οι Παλαιοημερολογίτες είναι παντελώς ανυπόστατες. Οι Φλωρινικοί επικαλούνται χειροτονητήριο έγγραφο της δεκαετίας ’60 στον Ακάκιο Παππά, υπογεγραμμένο από έναν μόνο επίσκοπο, πράγμα αντικανονικό, της «εν Αμερική Συνόδου των Ρώσων Διασποράς» που τότε βρισκόταν σε αμφιλεγόμενη κατάσταση κοινωνίας με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Η χειροτονία μάλιστα αυτή έγινε εν κρυπτώ και εκτός δικαιοδοσίας (στις ΗΠΑ, δηλ. εκτός Ελλάδος) από την προαναφερθείσα «Σύνοδο Ρώσων Διασποράς».
Οι Ματθαιικοί έλκουν τις «χειροτονίες» τους από την «χειροτονία» από έναν μόνο, πράγμα επίσης αντικανονικό, τον Ματθαίο Καρπαθάκη, προ πολλού καθηρημένο, πρώην ιερέα. Και οι μεν και οι δε βασίζουν την εγκυρότητα των «χειροτονιών» τους στο επιχείρημα ότι «Ορθόδοξη Εκκλησία» αυτομάτως δεν υφίστατο στην Ελλάδα μετά την αλλαγή του ημερολογίου. Γενικώς, οι όποιες χειροτονίες είναι εντελώς άκυρες ως υπερόριες (εκτός πνευματικής δικαιοδοσίας), ως από αναρμόδιους και λαϊκούς, ως από έναν, χωρίς γνώση και έγκριση της αρμόδιας ιεράς συνόδου.
Ζ) Οι σύγχρονοί μας παλαιοημερολογίτες είναι πολυδιασπασμένοι σε αντιμαχόμενες «παρατάξεις» (δικός τους ο όρος). Αυτοαποκαλούνται «γνήσιοι» ή «Γ.Ο.Χ.» ή «παραδοσιακοί» ή «πατρώου εορτολογίου» κλπ. Δεν έχουν πνευματική κοινωνία με κανένα από τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων, Μόσχας κλπ. ή τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες, πχ. της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και τις Αγιορειτικές Μονές.
Θεωρούν (κάθε παράταξη για τον εαυτό της) πως είναι οι μόνοι ορθόδοξοι επί γης.
Παρουσιάζουν φανατισμό και ακρότητες στην εκδήλωση της πίστης, καθώς και έντονη προσωπολατρεία και προσκόλληση σε συγκεκριμένους αρχηγούς.
Αναλώνουν μέγα μέρος της ρητορείας τους όχι στην κήρυξη του Λόγου του Θεού, αλλά στην καταγγελία προβεβλημένων επισκόπων της ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Δεν μιλούν πλέον τόσο για το ίδιο το ημερολόγιο, αλλά περισσότερο για τη σύγχρονη μάστιγα του οικουμενισμού, αυτοεμφανιζόμενοι ως «ομολογητές», «θεματοφύλακες της παράδοσης» και γενικώς αυτοηρωοποιούμενοι, όπως στην περίπτωση της κατάληψης της Μονής Εσφιγμένου Αγίου Όρους.
Εντούτοις, δεν απορρίπτουν συμπροσευχές εντός των ναών τους με μέλη της Εκκλησίας της Ελλάδος, την οποία θεωρούν άλλοτε αιρετική και άλλοτε σχισματική. Ας μην συγχέουμε τους ομολογητές Αγίους, όπως τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, με τους σύγχρονους πεπλανημένους αδελφούς παλιοημερολογίτες, παρότι τους επικαλούνται ως πρότυπά τους. Όχι μόνο δεν δέχονται ως φωτισμένους τους αγίους γέροντες π. Ιάκωβο Τσαλίκη, π. Παϊσιο, π. Φιλόθεο Ζερβάκο, π. Πορφύριο, π. Ιωσήφ τον Σπηλαιώτη, π. Θεόκλητο Διονυσιάτη κλπ, αλλά μιλούν εξευτελιστικά για αυτούς, τους αποκαλούν «μάγους» ή «ψευτοαγίους» και άλλα.
Δεν αναγνωρίζουν ως άγιο τον νεομάρτυρα Άγιο Χρυσόστομο Σμύρνης, ενώ μια μειονότητα παλιοημερολογιτών δεν αναγνωρίζει ως άγιο ούτε τον Άγιο Νεκτάριο Αιγίνης.
Η) Οι πρωτεργάτες του παλαιοημερολογικού σχίσματος δεν είχαν κατά νου, ούτε μπορούσαν να προβλέψουν τη σημερινή κατάσταση με την ίδρυση (!) νέων, δήθεν γνησίων, ορθοδόξων «Εκκλησιών». Προς τούτο μπορεί κανείς να ερευνήσει και τις έως τότε επιστολές και γραπτά τους. Αποσκοπούσαν αρχικά στην ένσταση για την αλλαγή του ημερολογίου, την επαναφορά των 13 ημερών της διαφοράς μεταξύ των δύο ημερολογίων.
Η κατάσταση εκτραχύνθηκε από τη διαφωνία των εναπομεινάντων ηγετών των παλαιοημερολογιτών Καρπαθάκη-Καβουρίδη, περί του αν μπορούν να θεωρούν έγκυρα τα μυστήρια της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τότε εισήχθη ο όρος «άχαρα» από τον Καρπαθάκη και με κινήσεις σύμπηξης ιδιαίτερης θρησκευτικής κοινότητας, αποκομμένης από την Ορθόδοξη Εκκλησία, τόσο από τον Καβουρίδη, όσο και από τον Καρπαθάκη, έφτασαν στη σημερινή αλλοπρόσαλλη κατάσταση ριζικής διαφωνίας και αποκοπής από την Εκκλησία, με παράλληλη δημιουργία διαρκώς νέων και αντιμαχόμενων μερίδων παλαιοημερολογιτών και πολεμικής ρητορείας κατά της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Θ) Μπορούμε συνοπτικά να έχουμε υπ’ όψιν για τους παλαιοημερολογίτες τα εξής:
Πρώτον, βρίσκονται σε σχίσμα με την Εκκλησία και το συντηρούν με κάθε μέσο. Το ίδιο ισχύει και στα ενδοπαλαιοημερολογίτικα σχίσματα. Είναι οικεία βουλήσει εκτός Εκκλησίας και συν τω χρόνω εμφανίζουν πλάνες, αλλά και παρεκκλίσεις από δόγματα της Εκκλησίας, λόγω φανατισμού και σχολαστικισμού, πχ. στην αγιογραφία και στην ερμηνεία των αποστολικών Κανόνων.
Δεύτερον, είναι αθεολόγητοι και τυφλά φανατικοί,
τρίτον, δεν έχουν πραγματική ιερωσύνη,
τέταρτον, εξαντλούν τη ρητορεία τους σε αντιπατριαρχική πολεμική, αντί για το Λόγο της αγάπης του Θεού.
Πέμπτον, το δημιουργηθέν από το 1935 παλαιοημερολογίτικο σχίσμα, ναι μεν φθίνει ραγδαία από πλευράς οπαδών, βαθαίνει και γίνεται ακόμη πιο δυσεπούλωτο σταδιακά, καθώς διατηρεί τα χαρακτηριστικά του φανατισμού και της τυφλής αυτοδικαίωσης στα μέλη του.
Έκτον, για να ξεχωρίζουμε τους ναούς τους από τους Ορθόδοξους ναούς, μπορούμε να μαθαίνουμε αν ανήκουν ή όχι στην οικεία Ορθόδοξη Μητρόπολη και αν όντως έχουν κοινωνία με την Εκκλησία της Ελλάδος.
Ο Θεός να βάλει το χέρι του να επιστρέψουν οι πεπλανημένοι αδελφοί στην Εκκλησία και να πάψουν να πλανούν και άλλους στο σχίσμα, πιθανόν δυσαρεστημένους, σχολαστικούς ή πιστούς και καλοπροαίρετους...