Ο προσέγγιση Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών σε επίπεδο ηγεσίας μπορεί βέβαια να ανθοφορεί, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και για το Βατικανό. Οι αποκαλύψεις για τα πεπραγμένα του συνεχίζονται. Ουδόλως όμως δείχνουν να διαταράσσουν την αγαπολογία και την εικονική πραγματικότητα των ορθοδόξων οικουμενιστών, που κινδυνεύουν να μείνουν οι μόνοι υποστηρικτές του Βατικανού!
Κάτω απ' την Αγία Τράπεζα
«Αναμορφώστε τους κανόνες της διεθνούς οικονομίας και υπερασπιστείτε τους φτωχούς από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης», ήταν το μήνυμα του πάπα Βενέδικτου προς τους «οκτώ» οικονομικά ισχυρούς ηγέτες που συναντήθηκαν την περασμένη εβδομάδα στη Λ' Ακουιλα.
Το ερώτημα, ωστόσο, είναι εάν το Βατικανό σκοπεύει να παίξει ενεργό ρόλο σε αυτήν την οικονομική αναμόρφωση ή θα κρατήσει το ρόλο του συμβούλου.
Κι αυτό γιατί διαθέτει ένα από τα πλέον εύρωστα χρηματοοικονομικά ιδρύματα του κόσμου, που από τη δεκαετία του 1990 έχει επενδύσει περισσότερα από 10 δισ. δολάρια σε ξένες εταιρείες. Η τράπεζα του Βατικανού, γνωστή και ως Ινστιτούτο για τα Εργα της Θρησκείας (Instituto per le Opere di Religione-IOR) διοικείται από επαγγελματία διευθύνοντα σύμβουλο που αναφέρεται απευθείας στο συμβούλιο των καρδιναλίων και στον πάπα.
Τα έσοδά της δεν θεωρούνται «ιερή περιουσία» και έτσι (αν και παράδοξο) δεν υπόκεινται σε εσωτερικούς οικονομικούς ελέγχους του κράτους του Βατικανού. Αντίθετα, λειτουργεί με το ίδιο καθεστώς όπως τα φιλανθρωπικά ιδρύματα της Καθολικής Εκκλησίας.
Στην πάροδο του χρόνου, ωστόσο, η τράπεζα δεν περιορίστηκε στο φιλανθρωπικό της έργο και έχει εμπλακεί και σε σοβαρά οικονομικά σκάνδαλα. Το 1998 μάλιστα, τα αρχεία του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών αναφέρουν ότι 350 εκατ. ελβετικά φράγκα, χρήματα του κροατικού κράτους που χάθηκαν μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, είχαν μεταφερθεί από τους Ναζί και παραμένουν στην τράπεζα του Βατικανού. Η πληροφορία προέρχεται από «αξιόπιστη πηγή στην Ιταλία», όπως αναφέρουν οι Αμερικανοί.
Ο ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζιανλουίτζι Νάτσι κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο του «Vaticano Spa» που παρουσιάζει μυστικά αρχεία της τράπεζας από τη δεκαετία του 1970, αποδεικνύοντας τη στενή σχέση του Βατικανού με τη μαφία της Σικελίας, τη μασονική στοά της Ιταλίας και το κράτος.
Η «αμαρτωλή» ιστορία της τράπεζας ξεκινάει από το 1968, όταν το Βατικανό προσλαμβάνει ως οικονομικό της σύμβουλο τον Μισέλ Σιντονά, αδιαφορώντας για τη γνωστή σχέση του με τη μαφιόζικη οικογένεια Καμπίνο, που ξέπλενε χρήματα από εμπόριο ναρκωτικών. Οπως αποδείχθηκε αργότερα, στο ξέπλυμα συμμετείχε και ο τραπεζίτης Ρομπέρτο Κάλβι, διευθυντής εκείνη την εποχή της ιταλικής τράπεζας Αμπροσιάνο, βασικός μέτοχος της οποίας ήταν το Βατικανό. Ρομπέρτο Κάλβι και Σιντονά ήταν μέλη της μασονικής στοάς «Propaganda 2», η οποία συχνά εμφανίζεται ως μεσάζοντας στις παράνομες δραστηριότητες.
Το 1971 στο προσκήνιο εμφανίζεται ο πάτερ Πολ Μάρκινκους, μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες και σκοτεινές προσωπικότητες της Καθολικής Εκκλησίας. Αναλαμβάνει επικεφαλής της τράπεζας του Βατικανού έως το 1989, διάστημα στο οποίο η τράπεζα εμφανίζεται να χρηματοδοτεί ακροδεξιές κυβέρνησης όπως αυτή της Αργεντινής το 1973, στη διάρκεια του «βρόμικου πολέμου».
Ο Μάρκινκους παρέμεινε στη θέση του και επί Ιωάννη Παύλου του Β', όταν η τράπεζα χρηματοδότησε με 100 εκατ. δολάρια την «Αλληλεγγύη» του Λεχ Βαλέσα στην Πολωνία.
Οταν το 1982 η τράπεζα Αμπροσιάνο χρεοκόπησε εξαιτίας της απόσυρσης κεφαλαίων από το Βατικανό, βγήκαν στην επιφάνεια ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για το μεγαλύτερο σκάνδαλο στη μεταπολεμική Ιταλία, όπως έχει μείνει στην ιστορία.
Τότε ο πάτερ Μάρκινκους είχε πει: «Μπορείς να ζήσεις σ' αυτό τον κόσμο χωρίς να υπολογίζεις το χρήμα; Δεν είναι δυνατόν να διοικήσεις μια Εκκλησία μόνο με "Αβε Μαρία"».