Παλιό και γραφικό μοναστήρι 3 χιλ. από τον Άγιο Βασίλειο Κυνουρίας, σε όμορφη και καταπράσινη τοποθεσία κοντά στον επαρχιακό δρόμο που οδηγεί στο χωριό και χαμηλότερα από το επίπεδό του. Περιβάλλεται από φρουριακό τοίχο και στο εσωτερικό του μπαίνει κανείς από την τοξωτή πύλη. Το μοναστήρι κάηκε από τον Ιμπραήμ κατά την επέλασή του στην Πελοπόννησο και εγκαταλείφθηκε οριστικά το 1834.
Το καθολικό είναι εγγεγραμμένη σταυροειδής βασιλική με οκτάπλευρο τρούλο και έχει συντηρηθεί. Ο τρούλος του είναι διακοσμημένος με ένθετα ζωγραφισμένα πιάτα, από τα οποία σώζονται μόνον δύο. Η στέγη του καλύπτεται από σχιστολιθικές πλάκες, χαρακτηριστικό δομικό υλικό των κτισμάτων της ευρύτερης περιοχής. Ο ναός έχει δίλοβο καμπαναριό και ημιεξάπλευρη αψίδα στο ιερό. Στο εσωτερικό του ναού ξεχωρίζουν το μαρμάρινο δάπεδο με παράσταση ανάγλυφου λιονταριού, του οποίο το σχέδιο αποτελεί μοτίβο λαϊκής τέχνης και πιθανόν βυζαντινό σύμβολο Αξιόλογη είναι η αγιογράφηση του ναού (πιθανότατα του 17ου αι.) αν και με αρκετές φθορές. Ξεχωρίζουν με την λεπτή τους εκφραστικότητα και σεμνότητα οι μορφές των Αγίων, η μορφή της Σαμαρείτιδος, όπως και η εικόνα του Ταξιάρχη.
Οι γραπτές μαρτυρίες που αναφέρονται στη ζωή και δράση της Μονής καλύπτουν το διάστημα ανάμεσα στο 1744 και στο 1834. Δύο επίσκοποι της κατοπινής Μητρόπολης Ρέοντος Πραστού - οι Ιάκωβος και Διονύσιος - εμπλέκονται στην ιστορία της, πράγμα που φανερώνει ότι η παρουσία της Μονής ήταν έντονη στα δρώμενα εκείνης της εποχής. Ως προς την ονομασία της, εικάζεται ότι προέρχεται από κάποιο δένδρο μουριάς.
Σώζονται επίσης υπολείμματα κελιών και κτισμάτων του περιβόλου, μερικά από τα οποία σήμερα είναι στο στάδιο της αποκατάστασης. Ένα από τα κελιά έχει ήδη συντηρηθεί. Ο ναός εορτάζει στις 6 Σεπτεμβρίου. Παλαιότερα τον επισκέπτονταν πλήθος προσκυνητών.