Ὁ Ὅσιος Μαρτύριος τοῦ Ζελένκ, κατὰ κόσμο Μηνᾷς, γεννήθηκε στὴν πόλη Βελίκι Λοῦκι τῆς Ρωσίας κατὰ τὸν 16ο αἰῶνα μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Κοσμᾶ καὶ τὴν Σταφανίδα, οἱ ὁποῖοι πέθαναν δέκα χρόνια μετὰ τὴν γέννησή του. Τὴν κατὰ Θεὸν διαπαιδαγώγησή του καὶ φροντίδα τοῦ μικροῦ Μηνᾷ ἀνέλαβε ἕνας πνευματικὸς καὶ ἀγαθὸς λευίτης τοῦ ναοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς γενέτειράς του, ποὺ λίγο ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ὀνομάστηκε Βογολέπιος. Ὁ Ὅσιος ἐπισκεπτόταν τακτικὰ τὸν γέροντά του καὶ λίγο ἀργότερα, ἰκανοποιώντας τὸν πόθο τῆς ψυχῆς του, κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Μαρτύριος. Μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς ὁ Ὅσιος, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του, πῆρε μαζί του τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Τιχβὶν καὶ ᾖλθε στὴ νῆσο Βέρντε, κοντὰ στὴν περιοχὴ Ζελένκ, ὅπου καὶ ἀσκήτευε. Ἐκεῖ ἔκτισε ἕνα μικρὸ ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Θεοτόκου.
Ἕνα βράδυ, μετὰ τὴν προσευχή του, εἶδε ξαφνικὰ στὸ ὄνειρό του τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας νὰ ἐπιπλέει πάνω στὸ νερό. Ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ κάλεσε τὸν Ὅσιο νὰ πάει νὰ βρεῖ τὴν ἱερὴ εἰκόνα. Πράγματι, ὁ Ὅσιος Μαρτύριος κατέβηκε στὴν λίμνη καὶ εἶδε τὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου νά ἐπιπλέει ἐπάνω στὸ νερό. Τότε τὴν πῆρε μὲ εὐλάβεια καὶ δέος καὶ τὴν μετέφερε στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του.
Τὸ ἔτος 1570, ὁ Ὅσιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Νόβγκοροντ καὶ διορίσθηκε ὡς ἡγούμενος τὸ ἔτος 1582.
Ὁ Ὅσιος Μαρτύριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1603. Παραδίδοντας τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο ἀνέπεμψε τὴν τελευταία ἐπὶ γῆς ἱκεσία του: «Κύριε, χάρισε τὴν εἰρήνη σὲ ὅλους τοὺς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς».