Ὁ Ἅγιος Ἀγαθόδωρος συνελήφθη σὲ νεαρὴ ἡλικία καὶ ὁδηγήθηκε στὸν ἄρχοντα τῆς πόλης τῶν Τυάνων τῆς Καππαδοκίας, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανός. Ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁμολόγησε τὴν ἀγάπη του στὸν Ἅγιο Θεό. Ὁ ἡγεμόνας τότε ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν βασανίσουν. Πρῶτα τοῦ καταξέσκισαν τὸ σῶμα μὲ σιδερένια νύχια, ἔπειτα τὸν ἔβαλαν πάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα καὶ τοῦ κατ’ ἔκαψαν τὸ καταπληγωμένο σῶμα, στὴν συνέχεια τοῦ ἔκοψαν μὲ μαχαῖρι τὴν γλῶσσα, κατόπιν τοῦ ἔσπασαν τὰ δόντια, ἔπειτα τοῦ συνέτριψαν μὲ ρόπαλα τὶς κνῆμες καὶ τὰ σκέλη καὶ τελικὰ τοῦ τρύπησαν τὰ μηνίγγια μὲ πυρακτωμένα σουβλιά.
Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀγαθόδωρος μαρτύρησε καὶ ἔλαβε τὸ ἁμαράντινο στεφάνι τῆς δόξας