
Τὰ χρόνια περνοῦσαν, ἀλλὰ ἡ Μαρία δὲν ἀποφάσιζε νὰ κάνει τὴ δική της οἰκογένεια. Ἐπισκεπτόταν τακτικὰ τὰ μοναστήρια καὶ τοὺς ἀσκητὲς ποὺ ζοῦσαν στὰ δάση πέρα ἀπὸ τὸν ποταμὸ Λόβατ. Κάποιος ἀπὸ τοὺς ἅγιους ἐκείνους Γέροντες τὴ συμβούλεψε νὰ βαδίσει πρὸς τὸ βορά, στὴ λίμνη Βέιζ, ὅπου ζοῦσε ὁ ἐρημίτης π. Ἠσαΐας, ὁ θεῖος της. Ἐκεῖνος θὰ τὴν καθοδηγοῦσε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἔτσι ἡ Ὁσία Μαρία ξεκίνησε γιὰ τὸ Ὅλονετς, γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐλογία τοῦ πατρὸς Ἠσαΐου. Ἐκεῖ καὶ ἔμεινε, γιὰ νὰ σκητέψει, μέσα σὲ μία καλύβα.
Μετὰ τρία χρόνια ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς ᾖλθαν νέοι πειρασμοί. Ἡ Ὁσία ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν καλύβα της καὶ νὰ περιπλανιέται στὰ δάση καὶ στὴν ἔρημο. Ἔτσι ἔφθασε μετὰ ἀπὸ πολλὲς ταλαιπωρίες γιὰ προσκύνημα στὴ Σταυρούπολη τοῦ Καυκάσου, ἀναζητώντας ἕνα ἡσυχαστικὸ καταφύγιο σὲ μία χαράδρα.
Μετὰ ἀπὸ πολὺ ἄσκηση καὶ προσευχὴ ἔφθασε ὁ καιρὸς νὰ παραδώσει τὴν ἁγία της ψυχὴ στὸν Κύριο, ποὺ τόσο ἀγάπησε. Ἡ ψυχή της χωρίσθηκε ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἁγίας τὸ ἔτος 1860