Οἱ Ὅσιοι ἀναφέρονται ἀπὸ τὸν Θεοδώρητο Κύρου καὶ στὸ Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ὅσιος Θαλάσσιος ἔστησε τὸ ἀσκητήριό του ἐπάνω σὲ κάποιο ὄρος καὶ διῆλθε τὸ βίο του μὲ σκληραγωγία καὶ ἁπλότητα. Στὸν Ὅσιο προσῆλθε ὁ Λιμναῖος, ποὺ ἑλκύσθηκε ἀπὸ τὴ φήμη τῆς ὀσιακῆς πολιτείας του καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν θεῖο αὐτὸ διδάσκαλο τὸ ὑπόδειγμα τῆς γνήσιας καὶ ἀληθινῆς μοναχικῆς ζωῆς. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Θαλασσίου κατέφυγε στὸν Ὅσιο Μάρωνα (τιμᾶται 14 Φεβρουαρίου), τοῦ ὁποίου τὸν βίο μιμήθηκε. Ἀνέβηκε στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν πόλη Ταργάλα καὶ περιέφραξε μὲ ξερόλιθους ἕνα τόπο μέσα στὸν ὁποῖο διέμενε ἀσκητικά, ἄστεγος, ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια, ἐκτεθειμένος στὸ ψῦχος καὶ στὸν καύσωνα. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Ὅμως ὁ Ὅσιος δὲν ἔμεινε μόνο στὸ ἔργο τῆς ἀσκήσεως, ἀλλὰ ἐπιδόθηκε καὶ στὸ ἔργο τῆς φιλανθρωπίας. Περισυνέλεξε ὅλους τοὺς τυφλοὺς τῆς περιοχῆς καὶ ἔκτισε γιὰ τὸν καθένα κελλί, φροντίζοντας γιὰ τὴν διατροφή τους ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐπισκέπτονταν γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐχὴ καὶ εὐλογία του.
Ὁ Ὅσιος Λιμναῖος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.