Ὁ Ἅγιος Λέων γεννήθηκε στὴ Ραβέννα τῆς Ἰταλίας ἀπὸ γονεῖς εὐλαβεῖς καὶ εὐγενεῖς. Ἀφοῦ σπούδασε, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στὴ Ραβέννα καὶ ἀργότερα ἐξελέγη γιὰ τὴν καθαρότητα καὶ πνευματικότητα τοῦ βίου αὐτοῦ Ἐπίσκοπος Κατάνης τῆς Σικαλίας. Ἔγινε προστάτης τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν, δίδασκε καὶ νουθετοῦσε τὸ ποίμνιό του καὶ ἔκτισε τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Λουκίας (τιμᾶται 13 Δεκεμβρίου). Ὁ Ἅγιος διακρίθηκε, ἐπίσης, γιὰ τοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν αἱρετικῶν, τοὺς ὁποίους νίκησε καὶ ντρόπιασε ὄχι μόνο μὲ λόγια ἀλλὰ καὶ μὲ κείμενα.
Ὁ Ἄγιος Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Καὶ τὸν μάγο Ἠλιόδωρο ποὺ εἶχε πλανέψει πολλοὺς μὲ μαγεῖες, μετὰ ἀπὸ προσευχὴ τὸν κατέκαψε μὲ τὴ φωτιά, ἐπειδὴ καυχιόταν ὅτι μποροῦσε νὰ κάνει τὰ πάντα καὶ ὅτι δὲν φοβόταν τὴ φωτιά. Βλέποντας οἱ πιστοὶ τὸ θαῦμα αὐτὸ καταπλάγηκαν. Ἀμέσως τὸ περιστατικὸ αὐτὸ διαδόθηκε στὴ Βασιλεύουσα. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Ἅγιος προσκλήθηκε ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς Λέοντα Δ’ (775-780 μ.Χ.) καὶ Κωνσταντῖνο ΣΤ’ (780-798 μ.Χ.) στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀξιώθηκε πολλῶν τιμῶν.
Ὁ Ἅγιος Λέων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 785 μ.Χ. καὶ τὸ σεπτὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Λουκίας.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἱερέων ἄκρατης, εὐσέβειας διδάσκαλος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, Ἱεράρχα πανόλβιε, ἠθῶν γὰρ οὐρανίων τῷ φωτί, τοῦ Πνεύματος πλουτήσας τὴν ἰσχύν, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας καὶ τᾶς ψυχᾶς, Λέον τῶν προσιόντων σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β'. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὸν ἀπὸ βρέφους Κυρίω ἀνατεθέντα, καὶ ἐκ σπαργάνων τὴν χάριν ἀνειληφότα, πάντες τοὶς ἄσμασι στεφανώσωμεν, Λέοντα τὸν φωστῆρα τῆς Ἐκκλησίας καὶ πρόμαχον, αὐτῆς γὰρ ὑπάρχει τὸ στήριγμα