Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος γεννήθηκε στὴν πόλη Σίδη τῆς Παμφυλίας καὶ ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς μεγάλες καὶ ἐκκλησιαστικὲς μορφὲς τοῦ 3ου καὶ 4ου αἰῶνα μ.Χ. Ἄλλοι θεωροῦν ὅτι καταγόταν ἀπὸ τοὺς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος χαρακτηρίζει τὸν Ἅγιο Εὐστάθιο «ἄνδρα ὁμολογητήν». Τοῦτο σημαίνει ἀσφαλῶς ὅτι ὑπέφερε κατὰ τὴν διάρκεια τῶν διωγμῶν, εἴτε ἐπὶ Διοκλητιανοὺ εἴτε ἐπί Λικινίου.
Τὸ 320 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Βέροιας τῆς Συρίας καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μετατέθηκε τὸ ἔτος 324 μ.Χ. στὴν Ἀντιόχεια. Παρευρεθεῖς στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ ἔτος 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, καταδίκασε τὸν αἱρετικὸ Ἄρειο καὶ τοὺς ὀπαδοὺς αὐτοῦ.
Ὁ Ἅγιος ἐξακολουθοῦσε νὰ ἐργάζεται γιὰ τὴν διάδοση, ἀλλὰ καὶ τὴ στερέωση τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ συνδεόταν διὰ στενῆς φιλίας μὲ τὸν Ἅγιο Ὅσιο, Ἐπίσκοπο Κορδούης (τιμᾶται 27 Αὐγούστου).
Ὅμως οἱ κορυφαῖοι τῶν ὀπαδῶν τοῦ Ἀρείου, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ Νικομηδείας Εὐσέβιος, ὁ Νικαίας Θεόγνις καὶ ὁ Καισαρείας Εὐσέβιος, συνεκάλεσαν Σύνοδο στὴν Ἀντιόχεια τὸ ἔτος 330 μ.Χ. καὶ καθαίρεσαν τὸν Ἅγιο Εὐστάθιο ὡς αἱρετικό. Γιὰ νὰ ἐνεργήσουν δὲ ἀποτελεσματικότερα ἔπλασαν καὶ ἄλλα σὲ βάρος του ἐγκλήματα, ὅτι τάχα μιλοῦσε περιφρονητικὰ γιὰ τὴν μητέρα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου Ἁγία Ἑλένη καὶ ὅτι προσῆλθε σὲ ἀθέμιτες σχέσεις μὲ κάποια γυναῖκα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπέκτησε καὶ τέκνο. Ἔτσι κατόρθωσαν νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἐξορία τοῦ Ἁγίου, κατὰ μερικοὺς στοὺς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας, κατὰ ἄλλους δὲ στὴν Τραϊανούπολη τῆς Θρᾴκης, ὄπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 337 μ.Χ.
Ἡ Ἀντιόχεια ἔμεινε πιστὴ στὸν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπό της καὶ τὸ ἔτος 482 μ.Χ. ζήτησε καὶ ἔλαβε τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ ἀπὸ τὴν Τραϊανούπολη.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας ἔμπλεως σοφίας πέλων, ὁμοούσιον Πατρὶ τὸν Λόγον, ἐν τὴ Συνόδω τὴ Πρώτη ἐκήρυξας καὶ διωγμοὶς ὁμιλήσας καὶ θλίψεσι, δόξης ἀρρήτου μετέσχες Εὐστάθιε. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.