Ὁ Ἅγιος Ἱεροσλάβος γεννήθηκε τὸ ἔτος 978 μ.Χ. καὶ ἦταν μεγάλος πρίγκιπας τοῦ Κιέβου. Λαβῶν ὡς ἀφορμὴ τὸ φόνο κάποιου ἐπιφανοῦς Ρώσου ἐμπόρου στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπέστειλε κατὰ τοῦ Βυζαντίου, κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1043, τὸν υἱό του Βλαδίμηρο μὲ 400 πλοῖα, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἐπέβαιναν ἑκατὸ χιλιάδες ἄνδρες Ρώσοι καὶ μισθοφόροι «ἀπὸ τῶν κατοικούντων ἐν ταὶς προσαρκτίοις τοῦ Ὠκεανοῦ νήσοις ἐθνῶν», ὅπως γράφει ὁ Γεώργιος Κεδρηνός.
Ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Θ’ ὁ Μονομάχος (1042-1054), ἀφοῦ παρέταξε τὸ Βυζαντινὸ στόλο ἔξω ἀπὸ τὸν λιμένα τοῦ Φάρου (σήμερα καλεῖται Ρούμελη Καβάκ), ἀπέστειλε πρέσβεις πρὸς τὸν Βλαδίμηρο προτείνοντας συμβιβασμό. Ἐκεῖνος ὅμως ἀντιπρότεινε τέτοιους ὅρους, ὥστε ἡ συνεννόηση κατέστη ἀδύνατη. Ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος διέταξε τότε τὸ ναύαρχο Βασίλειο Θεοδωροκάνο νὰ εἰσέλθει μὲ τρία πλοῖα στὸ λιμένα, γιὰ νὰ προκαλέσει αὐτούς. Οἱ Ρώσοι τράπηκαν σὲ φυγὴ καὶ τὰ περισσότερα πλοῖα τους καταποντίσθηκαν. Ὅσοι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κατέφυγαν στὴν ξηρὰ κατόρθωσαν νὰ γλιτώσουν τὴν σφαγή, προχώρησαν μὲ τὰ πόδια διὰ τῆς Θρᾴκης πρὸς τὴν πατρίδα τους. Ἀλλὰ πρὶν φθάσουν στὸν ποταμὸ Δούναβη, τοὺς ἐπιτέθηκε, κοντὰ στὴν Βάρνα, ὁ στρατηγὸς Κεκαυμένος καὶ τοὺς φόνευσε, πλὴν 800 ποὺ αἰχμαλωτίσθηκαν καὶ ἀπεστάλησαν δέσμιοι στὴν Κωνσταντινούπολη.
Τρία χρόνια μετὰ τὴν ἐπιδρομὴ ἐκείνη ὁ Ἱεροσλάβος συνομολόγησε εἰρήνη μετὰ τοῦ Βυζαντίου.
Κατὰ τὸ ἔτος 1017 συνέβη τρομακτικῶν διαστάσεως πυρκαγιὰ στὸ Κίεβο, ἡ ὁποία ἀποτέφρωσε τὸ μέγιστο τμῆμα τῆς πόλεως καὶ πολλοὺς ναούς. Μεταξὺ τῶν καταστραφέντων ἀπὸ τὴ φωτιὰ ναῶν ὑπῆρξε προφανῶς καὶ ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ὁ ὁποῖος πρέπει νὰ ἀνακατασκευάστηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἱεροσλάβο ἀμέσως μετὰ τὴν καταστροφή.
Κατὰ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο μεταξὺ τῶν υἱῶν τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου (τιμᾶται 15 Ἰουλίου) γιὰ τὴ διαδοχὴ στὴν ἐξουσία τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος τοῦ Κιέβου, ὁ ἡττηθεῖς Σβιατοπόλκος ζήτησε τὴ βοήθεια τοῦ ἡγεμόνα τῆς Πολωνίας Βολεσλάβου. Ὁ Βολεσλάβος νίκησε τὸν Ἅγιο Ἱεροσλάβο καὶ διευκόλυνε τὴν κατάληψη τοῦ Κιέβου ἀπὸ τὸν Σβιατοπόλκο, ὁ ὁποῖος ὅμως τελικὰ ὑποκίνησε ἐπανάσταση τῶν Κιεβινῶν γιὰ τὴ δυναμικὴ ἐκδίωξη τῶν Πολωνῶν. Ἡ κατάληψη τοῦ Κιέβου ἀπὸ τοὺς Πολωνοὺς χρονολογεῖται κατὰ τὸ ἔτος 1018.
Ὁ Ἅγιος θεμελίωσε τὸ ἔτος 1037 σὲ ἄλλο τόπο τὸν καὶ σήμερα σῳζόμενο μεγαλοπρεπῆ ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, βυζαντινοῦ τύπου, ὁ ὁποῖος κατασκευάσθηκε ἀπὸ Βυζαντινοὺς ἔμπειρους μάστορες τῆς τέχνης διὰ τῆς βυζαντινῆς κατασκευαστικῆς μεθόδου τῆς λιθοδομῆς, ὡς καὶ τὸ ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ θεμελιώνεται ἡ ἀδιάκοπη συνέχεια τῆς Βυζαντινῆς Ἱεραποστολῆς στὴ Ρωσία καὶ ἡ κανονικὴ ὀργανικὴ ἔνταξη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας στὸ διοικητικὸ σῶμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου Θεοπέμπτου, περὶ τὸ 1048, ἡ Μητρόπολη Κιέβου χήρεψε γιὰ τρία χρόνια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος Ἱεροσλάβος συνεκάλεσε Σύνοδο τῶν Ἀρχιερέων τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία πιθανότατα ἐξέλεξε Μητροπολίτη Κιέβου τὸ μοναχὸ τοῦ Μπερέστοβο Ἰλαρίωνα. Ὁ Μητροπολίτης Ἰλαρίων ζήτησε τὴν ἐπικύρωση καὶ εὐλογία ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Ἱεροσλάβος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1054 καὶ ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ τὴν μνήμη του καὶ στὶς 28 Φεβρουαρίου.