Στη Σκύρο, όπως και σ' ολόκληρη σχεδόν την Ελλάδα, οι αποκριές είναι λαϊκές γιορτές ευθυμίας, που παράλληλα με το γενικό ξεφάντωμα, τους χορούς και τα τραγούδια, διατηρούν το κοινό χαρακτηριστικό των μασκαρεμένων γλεντοκόπων.
Ανάμεσα στις εκδηλώσεις αυτές της Σκυριανής αποκριάς, ξεχωρίζει σαν μοναδική στον ελληνικό χώρο, μια τριάδα μεταμφιεσμένων που αποτελείται από τον "γέρο", την "κορέλα" και τον "φράγκο". Οι μεταμφιεσμένοι σχηματίζουν ομίλους που περιέρχονται το χωριό, δίνοντας με την παρουσία τους έναν τόνο χαράς και μυστηριακού μεγαλείου.Από την αρχή του Τριωδίου, με έξαρση κατά τις εβδομάδες της Κρεοφάγου και της Τυρινής, αυτό το περίεργο θέαμα συναντάται καθημερινά στον κεντρικό δρόμο της αγοράς και στα σοκάκια της χώρας της Σκύρου. Σε κανένα μέρος της Ελλάδας δεν γιορτάζεται με τόση ζωντάνια, τόσο μεγάλη συμμετοχή του λαού και ίσως πουθενά αλλού δεν παρουσιάζει τόσο ξεχωριστό ενδιαφέρον εξαιτίας της μυστηριακής μεταμφίεσης των εορταστών. Οι μεταμφιεσμένοι είναι πάντοτε και οι τρεις άντρες, ενώ οι γυναίκες δεν μετέχουν κατά κανόνα στις μεταμφιέσεις.
Ο "Γέρος"
Ο "γέρος" που είναι η κυρίαρχη μορφή της μασκαρεμένης συντροφιάς, παριστάνει γέρο-τσοπάνη ζωσμένο με κουδούνια. Κάτω φοράει άσπρο μάλλινο κοντοβράκι ("κοντοβράτσι") των τσοπάνηδων, άσπρες υφαντές κάλτσες χωρίς πέλμα ("τροχαδόκαλτσες") και πέτσινα σανδάλια ("τροχάδια"). Οι "τροχαδόκαλτσες" καλύπτουν μόνο τις κνήμες και στερεώνονται κάτω από το γόνατο με μαύρες καλτσοδέτες ("καρτσδέτες").
Στο πάνω μέρος του σώματος, μέχρι τη μέση, φοράει την τσοπάνικη κάπα ("καπότο"), μαύρου χρώματος, γυρισμένη ανάποδα για να είναι απέξω το μαλλιαρό μέρος και να φαίνονται οι μακριές τρίχες. Η κουκούλα του "καπότου" σκεπάζει το κεφάλι και στερεώνεται με τη μακριά υφαντή και κεντημένη ζώνη των βοσκών ("ζουνάρι"), που πέφτει μπροστά στο στήθος. Στη ράχη παραχώνει κουρέλια ή μαξιλάρι για να σχηματιστεί καμπούρα.Το πρόσωπο το κρύβει με μάσκα ("μτσούνα") από προβιά μικρού γιδιού με δύο τρύπες για τα μάτια. Στη μέση ζώνεται καμιά πενηνταριά τσοπάνικα κουδούνια που στερεώνονται από τους ώμους και στο χέρι κρατάει το τσοπάνικο στραβοράβδι στολισμένο στη λαβή με αγριολούλουδα. Ο τρόπος που δένονται τα κουδούνια στη ζώνη της μέσης είναι αρκετά έξυπνος, έτσι που να επιτρέπει να φοριούνται πολλά κουδούνια, χωρίς να στομώνουν από την επαφή τους με την κάπα. Οι άκρες του "καπότου" είναι γυρισμένες στη μέση για ν' αφήνουν τελείως ελεύθερη τη μάζα των κουδουνιών.
Κάθε κουδούνι κρατιέται από έναν κρίκο με τον οποίο φοριέται στα πρόβατα κι αυτοί οι κρίκοι είναι περασμένοι σ' ένα σχοινί ("λιτάρι") γύρω στη μέση, ώστε να κρέμονται ελεύθερα και να βροντούν καθώς ο "γέρος" χοροπηδάει.Ο "γέρος" προχωρεί με ρυθμικούς βηματισμούς, κουνώντας τη μέση του, έτσι ώστε τα κουδούνια που είναι περασμένα σ' αυτή, να δίνουν ήχους φοβερούς, αλλά ρυθμικούς κι εναλλασσόμενους. Κατά διαστήματα στέκεται και "σείεται", και τότε το κούνημα του κορμιού του είναι διαφορετικό, όπως και οι ήχοι των κουδουνιών. Η ονομασία του "γέρου" οφείλεται μάλλον στη γεροντική εμφάνιση γι' αυτό και φοράει ψεύτικη καμπούρα.
Η "Κορέλα"
Η "κορέλα" είναι άντρας ντυμένος με Σκυριανά γυναικεία ρούχα. Κάτω φοράει μια κεντητή φούστα ("σκούτα")· πάνω απ' αυτήν ένα άσπρο πλισεδένιο μεσοφόρι ("κολοβόλι") και μια κεντημένη ποδιά. Στο πάνω μέρος του σώματος φοράει μεταξωτά πουκάμισα κι από πάνω χρυσοΰφαντο "μεντενέ". Στη μέση δένεται μια φαρδιά ζώνη που κλείνει με πόρπες ("κλειδοτήρια"). Η "κορέλα" σκεπάζει το κεφάλι με κίτρινο μαντήλι απ' το οποίο προβάλλουν ψεύτικες πλεξούδες μαλλιών με μεταξωτές κορδέλες και κρύβει το πρόσωπο με χάρτινη γυναικεία μουτσούνα. Στα πόδια φοράει "τροχάδια".Η "κορέλα" κρατάει στο χέρι ένα μαντήλι, που το κουνά, χορεύοντας γύρω από το "γέρο", όταν αυτός προχωρά, ή στέκεται και τραγουδά τον ιδιαίτερο αποκριάτικο σκοπό, που έχει τ' όνομά της ("της κορέλας"), όταν ο "γέρος" στέκεται, για να ξεκουραστεί, σείοντας πάντα τα κουδούνια του.Η ονομασία "κορέλα" προέρχεται ίσως από το "κόρη" ή μάλλον από το "κουρέλα" – στη Σκύρο το κουρέλι το λένε "κορέλι" – για την ατημελησιά και την προχειρότητα της αμφίεσης, τουλάχιστον στην αρχική της μορφή. Εξάλλου εμφανίζεται μάλλον σαν γυναίκα και όχι κόρη του "γέρου".
Ο "Φραγκος"
Τέλος, ο "φράγκος" ντύνεται με κοινά "ευρωπαϊκά" παλιόρουχα (παντελόνι, σακάκι, φανέλα ή κάτι ανάλογο). "Ευρωπαϊκά" έλεγαν στη Σκύρο τις σύγχρονες ενδυμασίες σε αντίθεση με τις ντόπιες παραδοσιακές φορεσιές. Στο κεφάλι φοράει ό,τι καπέλο του αρέσει, ενώ το πρόσωπο το κρύβει με μια κοινή αποκριάτικη μουτσούνα. Απαραίτητο στοιχείο της κατά τα άλλα ελεύθερης μεταμφίεσής του, είναι ένα τσοπάνικο κουδούνι που κρεμιέται πίσω στη μέση κι ένα κοχύλι που κρατάει στο χέρι, το γνωστό στους ναυτικούς σαν "μπουρού", όπου φυσά διαρκώς όταν κουνιέται ασταμάτητα πειράζοντας όσους παρακολουθούν το θέαμα.Ο "φράγκος" ονομάστηκε έτσι γιατί είναι ο μόνος που δεν φοράει Σκυριανά ρούχα, αλλά "φράγκικα" (σακάκι – παντελόνι).
Η Ομάδα και τα παιδιά
Ανάμεσα στο τρίο ξεχωρίζει αδιαφιλονίκητα η μορφή του "γέρου" που δίνει τον τόνο, ουσιαστικά και ηχητικά, του αποκριάτικου ξεφαντώματος, ενώ συγχρόνως δημιουργεί τα κύρια ερωτηματικά για την προέλευση και το συμβολισμό του. Ο "γέρος" είναι ο αρχηγός της ομάδας και καμιά φορά εμφανίζεται χωρίς τους άλλους δύο, ενώ ποτέ ο "φράγκος" και η "κορέλα" δεν εμφανίζονται χωρίς τη συνοδεία του "γέρου".Η ομάδα συνήθως εμφανίζεται ενιαία. Το "γέρο" συνοδεύουν μία ή περισσότερες "κορέλες" κι ένας "φράγκος". Κατηφορίζουν μαζί τους δρόμους του χωριού κι όπου βρουν ξέφωτο στέκονται για να βροντήξει ο βαρυφορτωμένος "γέρος" τα κουδούνια του ή για να επιδοθεί στο αγαπημένο του παιχνίδι μαγκώνοντας τον κόσμο με το μακρύ στραβοράβδι του, να χορέψει η "κορέλα" τον αποκριάτικο και να αστειευτεί ο "φράγκος" με τη "μπουρού" και τα πειράγματά του. Όταν σμίξουν δύο ή περισσότεροι "γέροι", στέκονται και συναγωνίζονται στο "σείσιμο" των κουδουνιών, σχεδόν μέχρι εξάντλησης.
Όταν η ομάδα περιέλθει τους δρόμους και τελειώσει τις επισκέψεις της στα συγγενικά και φιλικά σπίτια, όπου πηγαίνει για να ξεκουραστεί και να κεραστεί, συνηθίζεται ν' ανεβαίνει μέχρι το Κάστρο, όπου βρίσκεται το μοναστήρι του Άη Γιώργη, του πολιούχου του νησιού. Εκεί, χτυπά χαρούμενα την καμπάνα της εκκλησίας, θέτοντας έτσι, πανηγυρικά, τέρμα στη διασκέδαση. Τα τελευταία χρόνια η τουριστικά οργανωμένη τελετουργία οδηγεί τις ομάδες των μασκαρεμένων, αφού διασχίσουν την αγορά, να καταλήξουν όλες στην πλατεία του Άη Στρατιού για την τελική επίδειξη.
Μολονότι σ' όλη τη διάρκεια της αποκριάς το χωριό αντιλαλεί απ' το κουδούνισμα αυτών των παράξενων μορφών, την τελευταία Κυριακή οι μασκαράδες εμφανίζονται σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό.Παλιότερα τα παιδιά γιόρταζαν με το δικό τους τρόπο, έχοντας ξεχωριστή αμφίεση. Στην προσπάθειά τους να μιμηθούν τους "γέρους", υπήρχε η συνήθεια να ζώνονται με απομιμήσεις κουδουνιών από καλάμι ("καλαμκάνια") ή από ένα ειδικό φυτό, την "καρώνα", που ήταν το ιερό φυτό του Διονύσου νάρθηξ. Τα παιδιά ξερίζωναν το φυτό, έδεναν κατόπιν τα φύλλα του με λεπτό σχοινί και περιζώνονταν μ' αυτά, αντί για κουδούνια, κρατώντας στο χέρι τους το βλαστάρι του φυτού που μοιάζει με κέρατο. Άλλα, πάλι, φορούσαν στη μέση τους κέρατα, που φρόντιζαν να τα μαζεύουν από πριν.
Παλαιότερες μεταμφιέσεις
Η τριάδα του "γέρου", της "κορέλας" και του "φράγκου" διατήρησε τη συνοχή και την εμφάνισή της μέσα στο χρόνο, δίπλα στις ποικίλες και εναλλασσόμενες μεταμφιέσεις. Παλιότερα, εκτός από τα τρία αυτά μεταμφιεσμένα πρόσωπα, νέοι άνδρες της Σκύρου ντύνονταν "νυφάδες" ή "νύφες", δηλαδή φορούσαν Σκυριανές γαμήλιες στολές, και σε αντίθεση με τη βασική τριάδα, οι εκδηλώσεις τους ήταν σεμνές, κόσμιες και αθόρυβες. Αποτελούσαν έτσι μια ομάδα 5-10 ατόμων, στην οποία ήταν επικεφαλής, ένας άλλος προσωπιδοφόρος, με φουστανέλα ή βράκα και φέσι, επάργυρα πιστόλια και σπαθί, καλούμενος "γιανίτσαρης" ή "γενίτσαρης". Την ομάδα συνόδευε συνήθως ένας οργανοπαίκτης και την ακολουθούσε ένας "γέρος", που κυρίως φύλαγε τις "νυφάδες" και δεν επέτρεπε να τις πλησιάσουν, ώστε να μην προκληθούν ζημιές στις πολύτιμες νυφικές στολές.
Το έθιμο των "νυφάδων", για το οποίο υπάρχουν περιγραφές μέχρι τη δεκαετία του 1920, δεν έχει επιβιώσει στις μέρες μας. Θυμίζει ανάλογο έθιμο στη Νάουσα της Ημαθίας. Εκεί οι νέοι ντύνονται με παραδοσιακές τοπικές στολές και κατάλληλες προσωπίδες, "μπούλες" (δηλαδή, νύφες) και "γενίτσαροι", συγκροτούνται σε ομάδες και γυρίζουν την πόλη χορεύοντας κάτω από τους ήχους ζουρνάδων και νταουλιών.
Αλλες αποκριάτικες εκδηλώσεις
Οι Σκυριανές αποκριές, εκτός από τις παραδοσιακές εκδηλώσεις των μεταμφιεσμένων σε "γέρους", "κορέλες" και "φράγκους", είχαν και μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή. Ήταν οι πρόχειρες υπαίθριες θεατρικές παραστάσεις και απαγγελίες σατυρικών στίχων, από ερασιτέχνες ποιητές και ηθοποιούς. Το έθιμο αυτό φαίνεται ότι είχε μακρύτατες χρονικές ρίζες στη Σκύρο.
Η αποκριάτικη σάτιρα εκφραζόταν με δύο τρόπους: α) από ομίλους σε στυλ θιάσου και β) από μεμονωμένους ρήτορες και ποιητές.
Οι θεατρικοί όμιλοι ήταν προσωρινοί, γιατί εμφανίζονταν μόνο στις αποκριές. Οι μεταμφιέσεις των "ηθοποιών" ήταν πρόχειρες, αντίθετα από τις φορεσιές του "γέρου" και της "κορέλας" που είναι τελετουργικά τυπικές και φυλάγονται όλο το χρόνο με ξεχωριστή επιμέλεια στα μπαούλα για να διατηρούνται καθαρές και καινούργιες. Η παράσταση αποτελούνταν συνήθως από 3 έως 6 πρόσωπα και ο διάλογος γινόταν σε έμμετρους στίχους. Δεν υπήρχαν μόνιμα αποκριάτικα έργα, αλλά κάθε χρόνο γράφονταν και παίζονταν νέα, επειδή έπαιζε ρόλο η επιλογή επίκαιρων και καυτών θεμάτων.
Η δεύτερη μορφή παρουσίασης ήταν η απαγγελία της έμμετρης σάτιρας. Στην περίπτωση αυτή δεν υπήρχαν περισσότερα πρόσωπα, αλλά οι στίχοι απαγγέλλονταν από ένα άτομο που άλλοτε ήταν ο ίδιος ο ποιητής και άλλοτε ένας "ειδικός εκτελεστής" που είχε την άδεια του συγγραφέα. Το περιεχόμενο ήταν παρόμοιο με του θεατρικού κειμένου.
Τα αποκριάτικα αυτά κείμενα είναι συνήθως εξαιρετικά και κατέχουν ξεχωριστή θέση όχι μόνο στη λαογραφία, αλλά και στη λαϊκή λογοτεχνία του Σκυριανού λαού. Σ' αυτά βρίσκει κανείς βαθύτερα στοιχεία, πληροφορίες και αλήθειες της Σκυριανής ζωής.
Τις τελευταίες δεκαετίες, στις αποκριάτικες εκδηλώσεις του Χωριού, παίρνουν μέρος οργανωμένοι σε ιδιαίτερους ομίλους και οι ψαράδες του Μώλου και της Λιναριάς. Οι εμφανίσεις των ομίλων αυτών, έχουν έντονο το χαρακτήρα της επαγγελματικής και κοινωνικής τους ζωής και οργάνωσης· μ' αυτές εκφράζεται η ιδιαίτερη αντίληψη που έχουν για τη ζωή και το γλέντι, σε σχέση με τις άλλες κοινωνικές ομάδες του νησιού. Η εμφάνιση τους γίνεται με αυτοσχέδια "άρματα" ψαράδικου ή γενικότερα ναυτικού περιεχομένου και σχετικούς διαλόγους. Οι ψαράδες αναπαριστώντας τη ναυτική ζωή, οργανώνουν την "τράτα" και σατιρίζουν έμμετρα καταστάσεις και γεγονότα που αφορούν την κοινωνική ζωή της Σκύρου.
Την Καθαρή Δευτέρα σχεδόν όλοι οι Σκυριανοί, ντυμένοι με παραδοσιακές τοπικές στολές, κατεβαίνουν στην πλατεία του χωριού, τραγουδούν και χορεύουν Σκυριανά τραγούδια. Είναι μια καλή ευκαιρία να δει κανείς τους ντόπιους χορούς.