Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἠλίας (Νικολάγιεβιτς) γεννήθηκε σὲ κάποιο χωριὸ τῆς Μόσχας κατὰ τὸν 19ο αἰῶνα μ.Χ. Σπούδασε στὴν Θεολογικὴ Ἀκαδημία τῆς Μόσχας καὶ νυμφεύθηκε τὴν εὐσεβῆ Εὐγενία. Στὴν συνέχεια χειροτονήθηκε ἱερεὺς καὶ διακόνησε στὸ μικρὸ ναὸ ἑνὸς πτωχοκομείου καὶ στὴν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Νικολάου Τολματσὲφ τῆς Μόσχας, πρὶν ξεσπάσει ἡ Ὀκτωβριανὴ ἐπανάσταση τοῦ ἔτους 1917 μ.Χ.Ὁ Ἅγιος ἦταν εὐλαβέστατος ἱερέας. Ὁ ναὸς του ἦταν φάρος πνευματικοῦ φωτὸς γιὰ πολλοὺς πιστούς. Ἦταν ἔγγαμος, ἀλλὰ ζοῦσε ἀσκητικὴ ζωή. Ἦταν τὸ 1932 μ.Χ., ὅταν ἡ μυστικὴ Σοβιετικὴ ἀστυνομία τὸν συνέλαβε καὶ τὸν φυλάκισε. Τὸν ἐξόρισαν στὴν περιοχὴ τοῦ ποταμοῦ Κράσναγια Βίσερα. Ἡ πρεσβυτέρα Εὐγενία ὅλη τὴν νύχτα τὴν πέρασε μὲ προσευχὴ καὶ δάκρυα. Κατὰ τὸ πρωὶ ὅμως ἀποκοιμήθηκε καὶ τότε εἶδε τὴν Θεοτόκο στὸν ὕπνο της ποὺ τῆς εἶπε νὰ μὴν φοβᾶται.
Μετὰ δυὸ χρόνια, ἡ πρεσβυτέρα τὸν ἐπισκέφθηκε στὸν τόπο τῆς ἐξορίας καὶ τοῦ ἔφερε ἕνα Εὐαγγέλιο καὶ ἕνα μικρὸ φιαλίδιο μὲ ἁγιασμό. Οἱ φύλακες ἅρπαξαν ἀμέσως τὸ Εὐαγγέλιο. Ὅταν τὴν ρώτησαν τί περιεῖχε τὸ φιαλίδιο, ἐκείνη τοὺς ἀπάντησε ὅτι γι’ αὐτοὺς ἦταν ἁπλὸ νερό, ἀλλὰ γιὰ ἐκείνη καὶ τὸν σύζυγό της ἦταν κάτι ἱερό. Τὸ φάρμακό τους. Ὁ Ἅγιος φαινόταν σὰν νὰ τὸν εἶχαν βασανίσει. Δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ λειτουργεῖ καὶ αὐτὸ τὸν ἔθλιβε ἀφάνταστα. Ἄρχισε νὰ διηγεῖται στὴν Εὐγενία τὸ μαρτύριό του. Ὅταν μετέφεραν ἐκεῖνον καὶ πολλοὺς ἄλλους στὸν τόπο τῆς ἐξορίας, τοὺς ἀνάγκασαν νὰ περπατοῦν ἐπάνω στὸ χιόνι ποὺ εἶχε λιώσει ἐπιφανειακά. Τὸ λεπτὸ στρῶμα τοῦ πάγου ἔσπαζε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους καὶ οἱ «κατάδικοι» βυθίζονταν μέσα στὸ χιόνι μέχρι τὴ μέση. Βρεγμένοι μέχρι τὸ κόκαλο, χωρὶς νὰ ἔχουν φάει ἢ πιεῖ τίποτα ὅλη τὴν ἡμέρα, ἀναγκάστηκαν νὰ περάσουν τὴ νύχτα μέσα σὲ μία καλύβα. Οἱ ἐξουθενωμένοι ἄνδρες ἀμέσως ἔπεσαν στὸ πάτωμα καὶ ἀποκοιμήθηκαν σὰν πεθαμένοι. Μόνο ὁ Ἅγιος ἔμεινε ξάγρυπνος. Μέσα στὰ βαθιὰ μεσάνυχτα μία κραυγὴ ἀκούσθηκε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του: «Κύριε, γιατί μὲ ἐγκατέλειψες; Σὲ ὑπηρέτησα τόσο πιστά. Ὁλόκληρη τὴν ζωή μου τὴν ἀφιέρωσα σὲ Σένα. Πόσες φορὲς διάβασα τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο καὶ τοὺς Κανόνες. Μὲ πόση εὐλάβεια ὑπηρετοῦσα στὴν Ἐκκλησία. Γιατί, Κύριε, μὲ ἐγκατέλειψες καὶ ὑποφέρω τόσο πολύ; Ὑπεραγία Θεοτόκε, ἅγιε ἱεράρχα Νικόλαε, ἅγιε πάτερ Σεραφείμ, πάντες οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ! Μετὰ ἀπὸ ὅλες τὶς προσευχές μου σὲ σᾶς, γιατί βασανίζομαι τόσο;».
Ξαφνικὰ μία θεία ἐπίσκεψη, σὰν φλόγα, ἄγγιξε τὴν πονεμένη ψυχή του καὶ τὴν πλημμύρισε μὲ μία ὑπερκόσμια παρηγοριά. Τὸ φῶς τῆς πίστεως φώτισε μυστικὰ τὴν καρδιά του καὶ ἄναψε μέσα του μία ἀνέκφραστη καὶ ἀκατανίκητη ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό, ἡ ὁποία ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπω λαλῆσαι». Ὅταν ξημέρωσε, ἦταν νέος ἄνθρωπος, ἀναγεννημένος σὰν νὰ εἶχε βαπτισθεῖ στὴν φωτιά.
Καθὼς ἀποχαιρετοῦσε τὴν πρεσβυτέρα Εὐγενία, ὁ Ἅγιος τῆς εἶπε: «Ξέρεις, ἡ καρδιά μου φλέγεται γιὰ τὸν Χριστό. Νομίζω ὅτι ᾖλθα ἐδῶ, γιὰ νὰ καταλάβω ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀπολύτως τίποτε καλύτερο, τίποτε πιὸ θαυμαστὸ ἀπὸ Αὐτόν. Θὰ ἤθελα νὰ πεθάνω γι’ Αὐτόν!».
Ὅταν ἡ πρεσβυτέρα ἔφθασε πίσω στὴ Μόσχα ἔμαθε ὅτι στὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως ἄναψε μία πυρκαγιὰ καὶ ὁ Ἅγιος ἔγινε παρανάλωμα τοῦ πυρὸς μαζὶ μὲ ἕνδεκα ἄλλους Χριστιανούς