Ὁ Ἅγιος Ταράσιος γεννήθηκε, ἀνατράφηκε καὶ ἐκπαιδεύθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ εὐγενεῖς, τὸν Γεώργιο, κριτὴ καὶ πατρίκιο καὶ τὴν Εὐκρατία. Λόγω τῆς μεγάλης του μορφώσεως ἀνυψώθηκε στὸ ἀξίωμα τοῦ πρωτασηκρίτου.
Οἱ ἐκκλησιαστικὲς περιστάσεις τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ἀρκετὰ σοβαρές. Ὑπῆρχε ἀκόμα ὁ πόλεμος τῶν εἰκονομάχων, ἡ δὲ θέση τῶν Ὀρθοδόξων ἔγινε ἀκόμη πιὸ δύσκολη διὰ τοῦ θανάτου τοῦ Πατριάρχου Παύλου Δ’ τοῦ Κυπρίου (780-781 μ.Χ.). Ἡ βασίλισσα Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία, ἡ ὁποία ἐπιτρόπευε τὸν ἀνήλικο υἱό της Κωνσταντῖνο ΣΤ’ (780-798 μ.Χ.), κατανόησε, ὅτι χρειαζόταν ἐκκλησιαστικὸς ἡγέτης μὲ εὐσέβεια, θεολογικὴ κατάρτιση καὶ διοικητικὴ ἱκανότητα, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς περιστάσεις καὶ τὰ προβλήματα. Ἔτσι ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς ὁ Ἅγιος Ταράσιος παρὰ τὶς ἐπίμονες ἀρνήσεις του, ἀφοῦ ἔλαβε ὑπόσχεση ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς, ὅτι θὰ συγκληθεῖ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ θὰ ἀντιμετωπίσει τὰ διάφορα θεολογικὰ ζητήματα καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα. Ἡ χειροτονία τοῦ νέου Πατριάρχου ἔγινε στὶς 25 Δεκεμβρίου 784 μ.Χ.Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πατριαρχίας του ὁ Ἅγιος μερίμνησε γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων μὲ τὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία ἐπὶ Πάπα Ἀδριανοῦ Α’ (771-795 μ.Χ.) καὶ τὴν σύγκλιση τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸ ἔτος 787 μ.Χ., στὴ Νίκαια, ἡ ὁποία καταδίκασε τοὺς εἰκονομάχους καὶ ἀκύρωσε τὴν εἰκονομαχικὴ Σύνοδο τοῦ ἔτους 754 μ.Χ. θέτοντας ὡς βάση τοῦ δογματικοῦ καθορισμοῦ τὰ σχετικὰ συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ (τιμᾶται 4 Δεκμβρίου). Ἡ ὄγδοη συνεδρία τῆς Συνόδου ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὰ ἀνάκτορα, ὄποι οἱ βασιλεῖς Εἰρήνη καὶ Κωνσταντῖνος ὑπέγραψαν τοὺς Ὅρους τῆς Συνόδου.
Στὴν εὐσέβεια καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος τοῦ Ἁγίου ὀφείλεται καὶ ἡ μέριμνα ποὺ ἔλαβε ἡ Ἐκκλησία κατὰ τῆς σιμωνίας, τοῦ χρηματισμοῦ δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀπόκτηση ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωμάτων καὶ ἰδιαίτερα τῶν ἐπισκοπικῶν θέσεων. Παράλληλα ὁ Ἅγιος ἀνέπτυξε πλούσια φιλανθρωπικὴ καὶ κοινωνικὴ δράση καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη του πρὸς τοὺς πτωχούς.Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν μοναχισμὸ ἐκφράστηκε καὶ μὲ τὴν ἵδρυση Μονῆς στὸ στενὸ τοῦ Βοσπόρου, στὴν ὁποία καὶ ἐνταφιάσθηκε μετὰ τὴν ὀσιακὴ κοίμησή του τὴν Τετάρτη τῆς Α’ ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν, τὸ ἔτος 806 μ.Χ. Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ Α’ ὁ Ραγκαβὲς (811-813 μ.Χ.) τὸν Μάρτιο τοῦ ἔτους 813 μ.Χ. ἐνέδυσε τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου μὲ ἄργυρο, ἐπιδεικνύοντας ἔτσι καὶ αὐτὸς καὶ ἡ βασίλισσα Προκοπία τὸν σεβασμὸ τοὺς πρὸς τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ταρασίου ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Βίου ὀρθότητι, καλλωπιζόμενος, φωστὴρ ὑπέρλαμπρος, ὤφθης τοῦ Πνεύματος, καὶ τὴν Εἰκόνα τοῦ Χρίστου, Συνόδω ἐν τὴ Ἕβδομη, προσκυνεὶν ἐκήρυξας, ὀρθοδόξως μακάριε, στῦλος καὶ ἑδραίωμα, Ἐκκλησίας γενόμενος, διὸ τοὺς σοὺς ἀγῶνας γεραίρει, Πάτερ Ἱεράρχα Ταράσιε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὥσπερ μέγας ἥλιος, ταὶς τῶν δογμάτων, καὶ θαυμά, τῶν λάμψεσι, φωταγωγεῖς διαπαντός, τῆς οἰκουμένης τὸ πλήρωμα, οὐρανομύστα, παμμάκαρ Ταράσιε