Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος γεννήθηκε στὴν Ἄνδρο στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνα μ.Χ. Διακόνησε στὴν ἀρχὴ ὡς νεωκόρος τοῦ ναοῦ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ στὸ Γαλατὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ κατόπιν χειροτονήθηκε διάκονος. Ὡς διάκονος ἐγκαθίσταται στὴν παραθαλάσσια κωμόπολη Κατιρλὶ τῆς Νικομήδειας καὶ ἀσκητεύει στὸ Κατίρλιον ὄρος τῆς Προποντίδος. Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Κύριος, ἔκαναν πολλοὺς νὰ προσέρχονται σὲ αὐτὸν γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του καὶ τὴν ἴαση. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε’ (1748-1751, 1752-1757) τὸν εἶχε πνευματικὸ πατέρα.
Ὅταν ὁ Πατριάρχης Κύριλλος Ε’ διὰ συνοδικῆς ἀποφάσεως καθιέρωσε τὸν ἀναβαπτισμὸ τῶν προσερχόμενων Ρωμαιοκαθολικῶν, Διαμαρτυρομένων καὶ Ἀρμενίων στὴν ὀρθόδοξη πίστη, ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος τὸν ὑποστήριξε μὲ τὰ κηρύγματά του. Ἔγινε δὲ ὁ ἡγέτης τῆς μερίδας ποὺ ὑποστήριζε τὴν βάπτιση τῶν ἑτεροδόξων. Ὅταν ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο ὁ Πατριάρχης Κύριλλος Ε’, οἱ ἐπικρατήσαντες καταδίωξαν καὶ τὸν Ὅσιος Αὐξέντιο. Μάταια ὅμως. Ὁ ἀποσταλεῖς στὸ Κατίρλιον ρήτορας Κριτίας ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς κωμοπόλεως.
Τὸ Συναξάρι του ἀναφέρει ὅτι ὁ Ὅσιος ἔριχνε στὴ θάλασσα τὸ τριβώνιο ποὺ φοροῦσε καὶ τὸ χρησιμοποιοῦσε ὡς βάρκα, γιὰ νὰ διαπλέει τὸ πέλαγος. Ἔτσι ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ κατέπαυσε τὴν τρικυμία τῆς θάλασσας ποιώντας τὸ σχῆμα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπὶ τῆς θάλασσας.
Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται μὲ λαμπρότητα στὸν Σταυρὸ Χαλκιδικής, τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καὶ Ἀρδαμερίου. Ἐκεῖ φυλάσσεται καὶ τμῆμα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του, τὸ ὁποῖο μετακομίσθηκε ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς ἐκριζωθέντες πρόσφυγες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὸ ἔτος 1922.