Τὸν βίο τῶν Ὁσίων αὐτῶν γυναικῶν, συνέγραψε ὁ Θεοδώρητος Κύρου στὴ Φιλόθεο Ἱστορία του.
Οἱ Ὁσίες Κύρα καὶ Μαράνα κατάγονταν ἀπὸ τὴ Βέροια τῆς Συρίας καὶ ἔζησαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰῶνα μ.Χ. Ἡ καταγωγὴ τοὺς ἦταν ἐπίσημη καὶ εὐγενική, ἀνάλογη δὲ καὶ ἡ μόρφωσή τους. Ἡ ἀφοσίωσή τους ἦταν στραμμένη στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὸν ἡσυχαστικὸ βίο. Ἔτσι ἐγκατέλειψαν τὸν κόσμο καὶ ἔκτισαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη περιτοίχισμα ἀπὸ πέτρες καὶ ἐπιδόθηκαν ἐκεῖ στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα. Τὴ θύρα τοῦ περιβόλου τους τὴν ἔκλεισαν μὲ πηλό, γιὰ νὰ μὴν εἰσέρχεται κανένας σὲ αὐτὸν καὶ ἄφησαν μόνο μία μικρὴ θυρίδα, γιὰ νὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς ἔξω καὶ νὰ λαμβάνουν τὴν τροφή τους. Ἀσκήθηκαν στὴ σιωπὴ καὶ ἔφεραν στὰ χέρια, τὰ πόδια, τὸν τράχηλο καὶ τὴ μέση σίδερα, γιὰ νὰ νεκρώσουν τὸ σῶμα καὶ νὰ νικήσουν τοὺς πειρασμούς.
Ὁ εὐσεβὴς πόθος τοὺς τὶς ἔφερε στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Θέκλας στὴν Ἰσαυρία, ἀπ’ ὅπου ἐπέστρεψαν πνευματικὰ ἐνισχυμένες στὸ ἐρημητήριό τους καὶ συνέχισαν μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγαθοεργίες τὴ ζωή τους.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησαν, κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη καὶ παρέδωσαν τὶς ψυχὲς τους στὸ Νυμφίο Χριστό.