Ἡ Ἁγία Θεοδώρα, ἡ βασίλισσα, γεννήθηκε στὴν Ἔβεσσα τῆς Παφλαγονίας, τὸ 815 μ.Χ., ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν δρουγγάριο Μαρίνο καὶ τὴν ἐνάρετη Θεοκτίστη ποὺ διακρινόταν γιὰ τὴν εὐλάβειά της καὶ τὴν προσήλωσή της στὴν ὀρθόδοξη πίστη. Ἡ Ἁγία εἶχε τρεῖς ἄλλες ἀδελφές, τὴ Σοφία, τήν Μαρία καὶ τὴν Εἰρήνη καὶ δυὸ ἀδελφούς, τὸν Βάρδα καὶ τὸν Πετρωνᾶ. Τὸ ἔτος 830 μ.Χ. νυμφεύθηκε τὸν αὐτοκράτορα Θεόφιλο (829-842 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν εἰκονομάχος. Παρὰ τὸ εἰκονομαχικὸ κλίμα ποὺ ἐπικρατοῦσε, ἡ Θεοδώρα ἐξακολουθοῦσε νὰ τιμᾷ τὶς ἱερὲς εἰκόνες καὶ νὰ τὶς φυλάσσει κρυφὰ στὰ δώματά της. Ἡ μητέρα της, Θεοκτίστη, ἐγκατέλειψε τὰ ἀνάκτορα καὶ ἀποσύρθηκε σὲ γυναικεία μονή, τὴν ὁποία ἡ ἴδια εἶχε ἱδρύσει.
Τὸ 842 μ.Χ. ὁ Θεόφιλος πέθανε καὶ ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἀνέλαβε τὴν βασιλεία καὶ τὴν ἐποπτεία τοῦ ἀνήλικου υἱοῦ της Μιχαήλ, μὲ συνεπιτρόπους τὸν ἀδελφό της Βάρδα, τὸν ἐκ τοῦ πατέρα της θείου της, ποὺ ἦταν μάγιστρος καὶ τὸν λογοθέτη Θεόκτιστο. Ἡ πρώτη ἐνέργεια ἦταν ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ εἰκονομάχου Πατριάρχου Ἰωάννου καὶ ἡ ἐκλογὴ τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου (τιμᾶται 14 Ἰουνίου). Ἡ Σύνοδος, ποὺ συνῆλθε στὶς 11 Μαρτίου τοῦ 843 μ.Χ., ἀποφάσισε τὴν ἀναστήλωση τῶν Ἁγίων εἰκόνων καὶ ἀνόρθωσε τὴν διδασκαλία τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ μεγαλοπρεπὴς πανήγυρη ἐτελέσθη τὴν Α’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ποὺ ἀπὸ τότε καθιερώθηκε ὡς Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀλλὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ζήτημα τῶν εἰκόνων, τὴν Ἁγία Θεοδώρα ἀπασχόλησαν καὶ ἄλλοι ποικίλοι ἐσωτερικοὶ καὶ ἐξωτερικοὶ περισπασμοί, ὅπως οἱ ἐπιδρομὲς τῶν Ἀράβων στὴ Σικελία καὶ Μικρὰ Ἀσία, οἱ ἐπαναστάσεις τῶν Σλάβων τῆς Πελοποννήσου καὶ τῶν Παυλιανιτῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, οἱ ἐκστρατεῖες κατὰ τῶν Ἀράβων τῆς Κρήτης, τῆς Συρίας καὶ τῆς Αἰγύπτου, καὶ οἱ περιπλοκὲς μὲ τὸν ἡγεμόνα τῶν Βουλγάρων Βόγορι, τὸν ὁποῖο ὁδήγησε στὴν Ὀρθοδοξία. Ἔτσι, ἐμπιστεύτηκε τὴν ἀνατροφὴ τοῦ υἱοῦ της στὸν ἀδελφό της Βάρδα, ὁ ὁποῖος, μὲ σκοπὸ τὸ δικό του συμφέρον, ἐνθάρρυνε καὶ ἐνίσχυε κάθε ροπὴ τοῦ νεαροῦ βασιλέως πρὸς τὴν ἀκολασία. Ἡ δολοφονία τοῦ λογοθέτου Νεοκτίστου κατέστησε τὸν ἀδελφὸ τῆς Ἁγίας πανίσχυρο, ὥστε νὰ περιφρονεῖ καὶ νὰ ἀπειλεῖ καὶ τὴν ἴδια.
Ἀργότερα, ὁ ἴδιος ὁ υἱὸς τῆς Ἁγίας, Μιχαήλ, καὶ ὁ ἀδελφός της Βάρδας, διέταξαν τὸν ἐγκλεισμό της, μαζὶ μὲ τὶς θυγατέρες της Ἄννα, Θέκλα, Ἀναστασία, Μαρία καὶ Πουλχερία, στὴ μονλη Γαστριῶν, στὴν περιοχὴ τῶν Ὑψομαθείων καὶ τὴν κουρά της ὡς μοναχῆς. Ἐκεῖ ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἀφοσιώθηκε στὴν προσευχὴ καὶ στὴν ἄσκηση. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 867 μ.Χ., τὸ δὲ ἱερὸ λείψανό της φυλάσσεται μὲ εὐλάβεια στὸ ναὸ τῆς Παναγίας Σπηλαιωτίσσης στὴν Κέρκυρα.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Δωρεῶν τῶν ἐνθέων οὖσα ἐπώνυμος, τὴν Ἐκκλησίαν φαιδρύνεις βασιλικαὶς δωρεαίς, ὡς θεόγλυπτος εἰκὼν θείας φρονήσεως, τῶν γὰρ Εἰκόνων τῶν σεπτῶν, τὴν τιμὴν ὡς σχετικήν, ἐτράνωσας Θεοδώρα, τῶν Βασιλίδων ἄκρατης, τῶν Ὀρθοδόξων ἐγκαλλώπισμα.