Ο Άγιος Αττικός γεννήθηκε και ανατράφηκε στη Σεβαστεία της Αρμενίας, όπου και έλαβε την εκπαίδευσή του. Στη συνέχεια ήλθε στην Κωνσταντινούπολη και έγινε ιερέας. Η φιλοπονία, η ευσέβεια και η φιλοτιμία του ήταν μεγάλη.
Περί τις αρχές του 406 μ.Χ., εξελέγη Πατριάρχης, διαδεχθείς τον κοιμηθέντα Πατριάρχη Αρσάκιο. Επί της Πατριαρχίας του, το 415 μ.Χ., τελέσθηκαν τα εγκαίνια του επανακτισθέντος ναού της Αγίας Σοφίας, που πυρπολήθηκε το 404 μ.Χ. κατά την εξέγερση του λαού της Κωνσταντινουπόλεως, λόγω της εξορίας του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ο Άγιος βάπτισε, το 421 μ.Χ., Χριστιανή την Αθηναΐδα, κόρη του Αθηναίου σοφιστή Λεοντίου, που της έδωσε το όνομα Ευδοκία και ευλόγησε τον γάμο της με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Β’.
Ήταν ελεήμων και φιλάνθρωπος και όλος ο κόσμος γνώριζε τις αγαθοεργίες του, την πλούσια και φιλάνθρωπη διάθεσή του για τους πάσχοντες και τους πτωχούς. Σε επιστολή του δε προς τον πρεσβύτερο Καλλιόπιο, που ήταν ιερέας στη Νίκαια, συνιστά να μην γίνονται κατά τις αγαθοεργίες διακρίσεις θρησκευτικών φρονημάτων, αλλά η βοήθεια να δίδεται προς όλους ανεξαίρετα. Χάρη στην πολλή του αγάπη και μετριοπάθεια πολλοί από του αιρετικούς επανέρχονταν στην Ορθοδοξία.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό το επεισόδιο με τον Επίσκοπο Συνάδων Θεοδόσιο, ο οποίος κατεδίωκε τους οπαδούς της αίρεσης του Μακεδόνιου, που είχαν αποκοπεί από την τοπική Εκκλησία υπό τον Επίσκοπο Αγαπητό. Ο Θεοδόσιος θέλοντας να εντείνει τον διωγμό κατά των αιρετικών ζήτησε απ’ ευθείας την βοήθεια του αυτοκράτορα. Ο αυτοκράτορας, που γνώριζε τη σύνεση και μετριοπάθεια του Πατριάρχη, συνεχώς ανέβαλλε, ο δε Θεοδόσιος επέμενε. Όμως οι μετριοπαθείς ενέργειες του Πατριάρχη και η προσευχή του έφεραν τους καρπούς τους. Ο Επίσκοπος Αγαπητός και όλο το ποίμνιό του προσήλθε στην Ορθοδοξία με μόνη απαίτηση να μείνει υπό την ποιμαντορία του Αγαπητού. Για αν γίνει αυτό, αφού οι Κανόνες δεν επιτρέπουν την συνύπαρξη δύο Επισκόπων στην ίδια Επισκοπή, έπρεπε να θυσιασθεί ο Θεοδόσιος. Και επειδή αυτός είχε φήμη φιλοχρήματου και πλεονέκτη, ο Άγιος Αττικός δεν δίστασε. Κατέστησε τον Αγαπητό Επίσκοπο Συνάδων και παρακάλεσε τον Θεοδόσιο να εφησυχάσει.
Όμως, ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως εξακολουθεί και κατά την διάρκεια της Πατριαρχίας του Αγίου να ταράσσεται για τη διαγραφή του ονόματος του ιερού Χρυσοστόμου από τα Δίπτυχα της Μεγάλης Εκκλησίας. Η διαγραφή αυτή είχε γίνει με βάση την καταδίκη του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου υπό της Συνόδου της Δρυός και επομένως το όνομά του έμενε αμνημόνευτο. Ο Άγιος Αττικός τερμάτισε το ζήτημα αυτό και ενέγραψε το έτος 422 μ.Χ., τον Μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας, τον Ιερό Χρυσόστομο, στα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Σε αυτό βέβαια είχε προηγηθεί η Εκκλησία της Αντιόχειας ήδη από το 413 μ.Χ., που δεν ανέχθηκε, και δικαίως, την τόσο άδικη ύβρη προς τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Ο Άγιος Αττικός, παρά την μετριοπάθειά του, επέδειξε πολύ αυστηρή συμπεριφορά προς την αίρεση των Μασσαλιανών, που διατηρούσαν μοναχικά συγκροτήματα στη Μικρά Ασία και τη Συρία, και αυτοσεμνύνονταν ότι πραγματοποιούσαν την ηθική τελειότητα χωρίς να χρειάζεται ο Νόμος. Έφθασαν και μέχρι του να περιφρονούν την εργασία και να ζουν από ελεημοσύνες λέγοντας ότι έχουν συστηματικά αξιωθεί θείων οράσεων και καταφρονούντες τα ιερά μυστήρια και τις παραδόσεις της Εκκλησίας.
Ο Άγιος Αττικός κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 425 μ.Χ.