Ὁ Ἅγιος Τσὰντ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Σέντ, Ἐπισκόπου Λονδίνου. Σπούδασε στὴ μονὴ Λίντισφερν, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Ἀϊδανοῦ. Κλήθηκε ἀπὸ τὸν ἀδελφό του νὰ τὸν βοηθήσει στὴν ἵδρυση τῆς μονῆς Λάστινγκχαμ, κοντὰ στὰ ὄρη τῆς Γιορκσάιρ. Μετὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἁγίου Σὲντ ὡς Ἐπισκόπου Λονδίνου ἀνέλαβε ὁ ἴδιος τὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς. Ὁ βασιλεὺς Ἄλσφριντ τὸν κάλεσε νὰ ἀναλάβει τὴν ἐπισκοπικὴ θέση τοῦ βασιλείου του καὶ ἡ χειροτονία ἔγινε ἀπὸ ἕνα μόνο Ἐπίσκοπο. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας Θεόδωρος δὲν ἀνεγνώρισε τὴν ἐκλογὴ καὶ διέταξε νὰ ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ ὁ κανονικὸς Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς. Ἐπειδὴ ὅμως ἐντυπωσιάσθηκε ἀπὸ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου Τσάντ, τὸν ἐγκατέστησε ὡς Ἐπίσκοπο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Μερσία.
Ὁ Ἅγιος Τσὰντ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 673 μ.Χ. κατὰ τὴν διάρκεια μεγάλης ἐπιδημίας. Ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Παναγίας τοῦ Λίτσφιλτ καὶ ἐπὶ τοῦ τάφου του ἔγιναν πολλὰ θαύματα.