Ὁ Ἅγιος Ἀγάπιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Γάζα τῆς Φοινίκης, οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδροι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, οἱ Ἅγιοι Διονύσιοι ἀπὸ τὴν Τρίπολη τῆς Φοινίκης, ὁ Ἅγιος Πλησίον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ὁ Ἅγιος Ρωμύλος ἀπὸ τὴ Διόσπολη καὶ ὁ Ἅγιος Τιμόλαος ἀπὸ τὸν Πόντο.
Αὐτοί, ἐνῷ ὑπῆρχε διωγμός, ἀπὸ πόθο γιὰ τὸν Χριστό, ἀφοῦ ἔδεσαν τὰ χέρια τους, ἀπὸ μόνοι τους προσῆλθαν στὸν ἡγεμόνα τῆς πόλεως τῶν Καισαρέων ποὺ τότε βασάνιζε τοὺς Χριστιανούς. Καὶ ἀφοῦ στάθηκαν ἐνώπιόν του, ὁμολόγησαν τοὺς ἑαυτοὺς τους Χριστιανούς. Ὁ ἡγεμόνας τοὺς παρακάλεσε καὶ τοὺς ἀπείλησε πολλὲς φορές, γιὰ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ὑποσχόμενος ὅτι θὰ δώσει δῶρα καὶ ἀξιώματα σὲ αὐτούς, ἂν ὑπακούσουν ἢ θὰ τοὺς τιμωρήσει ἂν δὲν ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς πείσει νὰ ἔλθουν πρὸς τὸ θέλημά του καὶ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πατρῴα εὐσέβεια, τοὺς βασάνισε σκληρὰ καὶ τοὺς ἀποκεφάλισε.
Ἔτσι παρέδωσαν τὶς Ἅγιες ψυχές τους στὸν Κύριο, στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης μεταξὺ τῶν ἐτῶν 284-305 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀγάπη τοῦ Κτίσαντος, πεπυρσευμένος τὸν νοῦν, χορείαν συνήθροισας, πανευκλεῶν Ἀθλητῶν, Ἀγάπιε ἔνδοξε, ὅθεν σὺν τούτοις Μάρτυς, ἀριστεύσας νομίμως, ξίφει τὸν σὸν αὐχένα, σὺν αὐτοὶς ἀπετμήθης, μεθ' ὧν ἐκδυσώπει, δοῦναι ἠμὶν ἄφεσιν