Ὁ σεισμὸς ἔγινε τὸ ἔτος 790 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ ΣΤ’ τοῦ Πορφυρογέννητου (780-798 μ.Χ.), υἱοῦ τῆς Εἰρήνης τῆς Ἀθηναίας.
Ὅπως ἀναφέρεται στὸ Λαυρεωτικὸ Κώδικα, ὅλη ἡ γῆ κλονιζόταν ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες. Τότε κατέπεσε μεγάλο μέρος τῶν τειχῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ράγισαν ναοὶ καὶ κατέπεσαν οἰκίες. Ὁ βασιλεὺς μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη καὶ τὸν λαό, ἔκαναν λιτανεῖες μὲ τὸν Τίμιο Σταυρό, τὰ ἅγια λείψανα καὶ τὶς ἱερὲς εἰκόνες καὶ προσεύχονταν μὲ δάκρυα καὶ νηστεία νὰ τοὺς ἐλεήσει ὁ Θεὸς καὶ νὰ ἀποστρέψει τὴν ὀργή Του. Ὁ Κύριος ἔγινε ἐλπίδα γιὰ ὅλους καὶ κατάπαυσε τὸν τρόμο τῆς γῆς.