Ο Σ. Ευστρατιάδης, στο Αγιολόγιό του, αναφέρει για τον Άγιο αυτόν τα εξής: Ήκμασεν επί της βασιλείας Κωνσταντίνου και Ειρήνης (780-797), γεννηθείς εν Λυκαονία και σπουδάσας εν Αλεξάνδρεια. Μετά την αποπεράτωσιν των σπουδών αυτού κατέφυγεν εις μονήν τίνα αποκαρείς μοναχός και διαπρέψας εν τη μοναχική πολιτεία, δια δε την αρετήν και την παιδείαν αυτού προεβιβάσθη εις τον μητροπολιτικόν θρόνον των Σάρδεων, λαβών μέρος εν τη κατά των εικονομάχων αθροισθείση εν Νίκαια το δεύτερον Εβδόμη οικουμενική συνόδω (787), εν η την ορθήν της εκκλησίας δόξαν μετά παρρησίας και θάρρους καθωμολόγησε και υπέγραψε (ίδε Mansi, τ. XII, σ. 1087-1088). Τα εξαιρετικά αυτού προσόντα εκτιμώντες οι βασιλείς ενεπιστεύθησαν αυτώ διαφόρους δημοσίας αποστολάς, αλλά επί της βασιλείας Νικηφόρου Α’ (802-811), επί καταγγελία γενομένη παρά ανωτέρου υπαλλήλου εν Σάρδεσι ότι έκειρε μοναχήν κόρην, ην εζήτει ούτος εις γάμον, ο Ευθύμιος εξωρίσθη εις την νήσον Παττάλαραν λίαν ταλαιπωρηθείς. Εκ της εξορίας επανήλθεν εις Κωνσταντινούπολη (814), αλλά και πάλιν μετά την έκρηξιν της εικονομαχίας επί Λέοντος του Ισαύρου (813-820), οπαδός της εναντίας ταχθείς μερίδος, εξωρίσθη εις Άσσον (παρά το Αδραμύτιον), ένθα παρέμεινε μέχρι του θανάτου του Λέοντος ανακληθείς υπό Μιχαήλ του Τραυλού (820-829), αλλά και τούτον καταβροντήσας δι' ων κατά πρόσωπον αυτού είπεν, "ει τις ου προσκυνεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εικόνι περιγραπτόν ήτω ανάθεμα", εξώργισε και ηνάγκασε να εξορίσει αυτόν εις τον Ακρίταν, ένθα ενέκλεισεν αυτόν εις ζοφερωτάτην φυλακήν εκεί δια βουνεύρων τυπτόμενος και εκ των πληγών εξογκωθείς ως ασκός οκτώ ημέρας μετά την άθλησιν, προς Κύριον έξεδήμησε". Θεώ παραστάς, Ευθύμιε, τρισμάκαρ, πλήρης άληκτου τυγχάνεις ευθυμίας.
(Η μνήμη του Αγίου, από ορισμένους Συναξαριστές, περιττώς επαναλαμβάνεται και την 11η Οκτωβρίου.)