Γεννήθηκε στο χωριό Κάπουρνα της Δημητριάδος (Νομός Μαγνησίας). Οι ευσεβείς γονείς του, ονομάζονταν Αυγερινός και Κυράτζα. Ο Γεδεών, κατά κόσμον ονομαζόταν Νικόλαος. Δώδεκα χρονών, με την οικογένειά του ήλθε στο χωριό Γιερμή και από 'κει στο Βελεστίνο, όπου εργαζόταν κοντά στο θείο του. Τον άρπαξε όμως κάποιος Τούρκος και τον εξισλάμισε με το όνομα Ιμπραήμ. Αλλά ο Νικόλαος, κατόρθωσε και δραπέτευσε και επανήλθε στην οικογένειά του. Ο πατέρας του τον φυγάδευσε στο χωριό Κεραμίδι, όπου κοντά σε κάποιους οικοδόμους πήγε στην Κρήτη. Εκεί εξομολογήθηκε σε κάποιο Ιερέα και βρήκε άσυλο στο εξωκλήσι του. Μετά τον θάνατο του ιερέα, ο Νικόλαος έφυγε για το Άγιον Όρος. Εκεί πάλι εξομολογήθηκε, έλαβε των αχράντων μυστηρίων και στη Μονή Καρακάλου, εκάρη μοναχός με το όνομα Γεδεών. Στη Μονή αυτή έμεινε 35 χρόνια. Με τον πόθο όμως του μαρτυρίου, ήλθε στο Βελεστίνο, όπου μέσα στην αγορά με θάρρος ομολόγησε τον Χριστό. Διωκόμενος από τους Τούρκους, ήλθε στην Αγυιά, όπου συνελήφθηκε. Οι Τούρκοι, αφού τον διαπόμπευσαν στους δρόμους του Τιρνάβου, κατόπιν του έκοψαν τα πόδια και τα χέρια και στη συνέχεια τον έριξαν στα αποχωρητήρια. Εκεί, μέσα σε φρικτούς πόνους, παρέδωσε το πνεύμα του στις 30 Δεκεμβρίου 1818. Η τίμια κάρα του μάρτυρα, αποθησαυρίστηκε στην αγία Τράπεζα του Μητροπολιτικού Ναού του Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.
Απολυτίκιο. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Όσιων ισότιμος, και Αθλητών κοινωνός, και θείον αγλάισμα, της Καρακάλλου Μονής, εδείχθης μακάριε συ γαρ στερρώς αθλήσας, τον εχθρόν ετροπώσω ένθεν Οσιομάρτυς, Γεδεών εδοξάσθης, πρεσβεύων υπέρ πάντων, ημών των ευφημούντων σε.