Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ὁ Ὁμολογητής
Γεννήθηκε στὴν Κυδωνιὰ τῆς Κρήτης τὸ ἔτος 792, καὶ ἐκεῖ διδάχτηκε τὰ πρῶτα γράμματα. Κατόπιν οἱ γονεῖς του τὸν ἔστειλαν στὴν Κωνσταντινούπολη κοντὰ στὸ θεῖο του Θεοφάνη, ποὺ ἦταν μοναχὸς στὴν περίφημη Μονὴ τοῦ Στουδίου, τῆς ὁποίας καὶ αὐτὸς ἔγινε μοναχός. Ἐκεῖ ὁ Νικόλαος βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ μορφωθεῖ στὰ ἑλληνικὰ καὶ θρησκευτικὰ Γράμματα, ἔγινε δὲ καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτερους ταχυγράφους τῆς ἐποχῆς του. Οἱ καιροὶ ὅμως ἦταν πολὺ ταραγμένοι ἀπὸ τὸ σάλο τῆς Εἰκονομαχίας, καὶ ἡ Ἱερὰ Μονὴ Στουδίου, ποὺ ἦταν προμαχῶνας τοῦ ἀγῶνα ὑπὲρ τῶν ἁγίων Εἰκόνων, ὁ ἡγούμενος καὶ οἱ μοναχοί της, ὑπέστησαν διώξεις, φυλακίσεις, ἐξορίες καὶ πολλὲς ἄλλες στερήσεις. Τὴν ἴδια βέβαια τύχη εἶχε καὶ ὁ Νικόλαος, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπονομάσθηκε Ὁμολογητής. Ὅταν ἔπαψε ἡ θύελλα τῆς Εἰκονομαχίας, στὶς 19 Ἀπριλίου 847, ὁ Νικόλαος ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς Μονῆς του. Τὸ 850 ὅμως παραιτήθηκε. Τὸ 859 ἵδρυσε τὸ μονύδριο τοῦ Κονωροβίου, μὲ σχέδιο νὰ καταρτίσει νέους μοναχοὺς κατὰ τὸ πνεῦμα καὶ τὶς παραδόσεις τῆς Μονῆς Στουδίου. Ὁ Καῖσαρ Βάρδας, ὅμως, τὸν ἀνάγκασε νὰ αὐτοεξορισθεῖ σὲ διάφορους τόπους (Ἱστορικὲς πῆγες ἀναφέρουν ὅτι εἶχε πρόβλημα πνευματικῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν ἱερὸ Φώτιο), γιὰ νὰ ἐπανέλθει τὸ 867 σὰν ἡγούμενος, καὶ νὰ τὸν καλέσει ὁ Θεὸς κοντά Του στὶς 4 Φεβρουαρίου τοῦ 868.