Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2009

Αποκριές - Καρναβάλι

Όταν μιλάμε για το καρναβάλι, αναφερόμαστε στην μεγάλη λαϊκή εορταστική εκδήλωση, συνήθως μεταμφιεσμένων ανθρώπων που φορώντας ή όχι μάσκες διασκεδάζουν στους δρόμους χορεύοντας, πίνοντας, λέγοντας αστεία και τραγουδώντας. Οι αποκριές ή καρναβάλια διαρκούν τρεις εβδομάδες, γι’ αυτό και η περίοδος αυτή ονομάζεται Τριώδιο. Η πρώτη εβδομάδα λέγεται «Προφωνέσιμη», γιατί παλιότερα «προφωνούσαν», δηλαδή διαλαλούσαν, στα χωριά κυρίως, την αρχή της αποκριάς. Η δεύτερη εβδομάδα είναι «η κρεατική ή κρεοφάγος», επειδή έτρωγαν κρέας και η τρίτη ονομάζεται «τυρινή ή τυροφάγος», επειδή έτρωγαν γαλακτοκομικά προϊόντα. Όταν λέμε: «ανοίγει το τριώδιο», εννοούμε ότι τότε αρχίζουν οι «αποκριές», αυτό γίνεται κάθε χρόνο, όταν το ημερολόγιο γράφει: του Τελώνου και του Φαρισαίου, πιθανόν για ν’ αποκαλυφθεί, καθ’ όλη την διάρκεια του καρναβαλιού, η υποκρισία των ανθρώπων σε όλο της το μεγαλείο, γιατί, όπως αναφέρει και ο Νίκος Καζαντζάκης: ο άνθρωπος έχει πολλά προσωπεία, αλλά ένα πρόσωπο.
Η Τσικνοπέμπτη βρίσκεται στο μέσο των 3 εβδομάδων του εορτασμού του καρναβαλιού. Πρόκειται για τη Πέμπτη της 2ης εβδομάδας, της Κρεατινής. Την μέρα αυτή επιβάλλεται από το έθιμο το ψήσιμο κρέατος στα κάρβουνα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το μυρωδάτο καπνό που λέγεται «τσίκνα». Από την τσίκνα λοιπόν αυτή έχει πάρει και το όνομά της η Πέμπτη και λέγεται Τσικνοπέμπτη.
Ετυμολογία της λέξης: καρναβάλι
Η λέξη, σύμφωνα με μία εκδοχή, είναι ιταλική: carne (κρέας), vale (γεια σου) και σημαίνει ό,τι και η λέξη «αποκριά». Κατά τον E. Fehrle προέρχεται η ονομασία από την απαγόρευση της κρεοφαγίας=carne vale=κρέας έχε γεια.
Σύμφωνα όμως με μια άλλη εκδοχή, το καρναβάλι ετυμολογικά προήλθε από τις λατινικές λέξεις: κάρνε (κρέας) και λεβάρε (αίρω, σηκώνω) και σημαίνει παύση της κρεοφαγίας, αντιστοιχεί δηλαδή ακριβώς στην δική μας λέξη: αποκριά, δηλαδή «αποχή από το κρέας», για την τελευταία εβδομάδα του τριωδίου και κατ’ επέκταση εννοεί όλη την χαρούμενη περίοδο του καρναβαλιού.Η ετυμολογία από το «carrus navalis»= αμαξίδιο ναυτικό, καρότσι ναυτικό, λόγω του ιερού πλοίου του Διόνυσου, θεωρείται αβάσιμη και ανεπιτυχώς από τους Έλληνες λαογράφους.