Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀδριανὸς καὶ Εὔβουλος κατάγονταν ἀπὸ τὴ Βανέα. Ἔχοντες τὸν πόθο νὰ δοῦν τοὺς Ὁμολογητὲς τοῦ Χριστοῦ, πῆγαν στὴν Καισάρεια, διότι ἐκεῖ καταδιωκόταν περισσότερο τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μαρτύριο τῶν Χριστιανῶν ἦταν μεγαλύτερο.
Ἐκεῖ, μὲ τὴν παρρησία ποὺ τοὺς διέκρινε, ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ὁμολογία τους αὐτή, οἱ εἰδωλολάτρες τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς ὁδήγησαν στὸν ἄρχοντα Φιρμιλιανό, ὁ ὁποῖος καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νά τοὺς ὑποβάλουν σὲ βασανιστήρια.
Ἀμέσως, λοιπόν, τοὺς μαστίγωσαν καὶ τοὺς προκάλεσαν μεγάλες πληγὲς στὸ σῶμα. Στὴ συνέχεια τούς ὑπέβαλαν καὶ σὲ ἄλλα φρικωδέστερα βασανιστήρια. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ὕστερα ἀπὸ τὰ βασανιστήρια αὐτά, ἔμειναν σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄρχοντας τοὺς ἔριξε γιὰ τροφὴ σὲ ἄγρια θηρία.
Τὸ Συναξάρι ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀδριανὸς πάλεψε μὲ ἕνα λιοντάρι καί, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, διαφυλάχθηκε ἀβλαβής. Κατόπιν ὅμως τὸ ἀποκεφάλισαν διὰ ξίφους. Ὁ Ἅγιος Εὔβουλος, ἀφοῦ ἔπαθε τὰ ἴσα, ἐπισφράγισε τὸ μαρτύριο μὲ τὸν μαρτυρικό του θάνατο. Ἔτσι, οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες εἰσῆλθαν στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου τους.