Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα ἦταν ζευγάρι Ἰουδαίων καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸν Πόντο. Κατοικοῦσαν στὴν Κόρινθο καὶ ἐξασκοῦσαν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ σκηνοποιοῦ. Ἤσαν δὲ ἄνθρωποι ἐνάρετοι καὶ εὐσεβεῖς. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐπισκέφθηκε τὴν Κόρινθο, γιὰ νὰ διδάξει τὴν ὀρθόδοξη πίστη, τὸ ζεῦγος τοῦ προσέφερε θερμὴ φιλοξενία καθὼς εἶχε ἐντυπωσιαστεῖ μὲ τὸ κήρυγμά του. Τόσο τοὺς ἄγγιξε ὁ φλογερὸς καὶ σωτήριος λόγος τοῦ ἀπόστολου, ὥστε ἀφοῦ κατηχήθηκαν καὶ βαπτίσθηκαν ἀπὸ αὐτόν, ἀποφάσισαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν στὶς περιοδεῖες του ὡς βοηθοί του. O ἀπόστολος ἐντυπωσιάσθηκε τόσο ἀπὸ τὶς ἀρετὲς καὶ τὴ χριστιανική τους δράση ὥστε τοὺς μνημονεύει στὶς ἐπιστολές του γράφοντας ὅτι γιὰ τὶς προσφερθεῖσες ὑπηρεσίες τους καὶ τὸ θάρρος εἶναι εὐγνώμων ὄχι μόνον ἐκεῖνος, ἀλλὰ καὶ ὅλες οἱ ἐκκλησίες τῶν ἐθνῶν. Ἀργότερα οἱ διῶκτες τοῦ χριστιανισμοῦ τοὺς συνέλαβαν καὶ ἀποκεφάλισαν τοὺς Ἁγίους χαρίζοντάς τους μαζὶ μὲ τὸν τίτλο τῶν Ἀποστόλων καὶ τὸν τίτλο τῶν Μαρτύρων.
Βίοι Αγίων Ακύλα και Πρισκίλλης
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ μάρτυρες Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα κατάγονταν ἀπὸ τὸν Πόντο καὶ μάλιστα κατὰ τὴν παράδοση ἀπὸ τὴν Σινώπη. Ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (18, 2-3) πληροφορούμεθα ὅτι ἤσαν «σκηνοποιοὶ τὴ τέχνη». Ἄδηλος εἶναι ὁ χρόνος προσελεύσεως τῶν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀσπάσθηκαν τὴν Χριστιανικὴ πίστη στὴν Ρώμη, ὅπου μετέβησαν ἐκ Πόντου; Ἢ ἐβαπτίσθησαν ὑπὸ τοῦ Παύλου εἰς τὴν Κόρινθο καὶ «ἤσαν αὐτῶ καθυπηρετούμενοι καὶ δουλεύοντες καὶ κατὰ πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν ἀκολουθοῦντες καὶ συγκινδυνεύοντες ἐν πάσι πειρασμοίς», ὡς ἀναφέρει τὸ Συναξάρι; Ὅταν τὸ διάταγμα τοῦ Κλαυδίου (49-50 μ.Χ.) ὑποχρέωσε τοὺς Ἰουδαίους νὰ ἀναχωρήσουν ἐκ Ρώμης, τὸ εὐσεβὲς ζεῦγος ᾖλθε στὴ Κόρινθο, ὅπου ὠσαύτως ἐργάζονταν ὡς σκηνοποιοί. Σχετικὴ μνεία ποιεῖται ὁ Λουκᾶς εἰς τὶς Πράξεις, ὅταν ἀναφέρει ὅτι ὁ Παῦλος εἰς τὴν Κόρινθο «εὕρων τινὰ Ἰουδαῖον ὀνόματι Ἀκύλαν, Ποντικὸν τῷ γένει, προσφάτως ἐληλυθότα ἀπὸ τῆς Ἰταλίας, καὶ Πρισκίλλαν γυναῖκα αὐτοῦ, διὰ τὸ διατεταχέναι Κλαύδιον χωρίζεσθαι πάντας τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τῆς Ρώμης, προσῆλθεν αὐτοὶς καὶ διὰ τὸ ὁμότεχνον εἶναι ἔμεινε παρ’ αὐτοὶς καὶ εἰργάζετο».(18, 2-3).
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σὲ σχετικὴ ὁμιλία του λίαν ἐπαινετικῶς ἐγκωμιάζει τὴν εὐσεβῆ ξυνωρίδα τῶν Ἀποστόλων. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι οὗτοι, γράφει, ἐνῷ δὲν εἶχαν περιουσία χρημάτων, «πλούτου παντὸς εὐπορωτέρου ἐκέκτηντο γνώμην». Εἶχαν ἀγαθὴ προαίρεση καὶ βαθεῖα πίστη. Θυσίασαν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὴν ἄνεσή τους στὴν διακονία τοῦ Παύλου. Φιλοξένησαν αὐτὸν στὴν οἰκία τους. Καθ’ ἑκάστη ἡμέρα ἀπέθνησκον μετὰ τοῦ Παύλου καὶ ἤσαν ἕτοιμοι ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ θέσουν εἰς κίνδυνο τὸν τράχηλό τους γι’ αὐτόν. Ἄλλωστε ὁ στενὸς σύνδεσμος τούτων φαίνεται καὶ ἐκ τοῦ ὅτι ἀκολούθησαν τὸν Παῦλο εἰς τὴν Ἔφεσο (Πράξεις 18, 18-19). Αὐτὸ μαρτυρεῖ ὅτι «οὐ μικρᾶν καὶ ἡδονὴν καὶ ὀφέλειαν καὶ δόξαν ἐκαρπώσαντο νῦν, Παύλω τοσούτον συζήσαντες χρόνον».
Σημαντικὸς σταθμὸς τῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἀκύλα καὶ Πρισκίλλης ἐν Ἐφέσῳ εἶναι ἡ κατήχησις ὑπ’ αὐτῶν τοῦ Ἀπολλώ. «Ἀκούσαντες δὲ αὐτοῦ Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα προσελάβοντο αὐτὸν καὶ ἀκριβέστερον αὐτῶ ἐξέθεντο τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 18, 26). Καὶ ἐδῶ εἶναι τὸ θαυμαστό! Οἱ σκηνοποιοὶ καὶ ἰδιῶτες τὸν λόγο παρέλαβαν διὰ νὰ κατηχήσουν εἰς Χριστὸν ἀκριβέστερο «ἄνδρα λόγιον καὶ δυνατὸν ἐν ταὶς Γραφαίς».
Τόσο πολὺ ἀγάπησε αὐτοὺς ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος διὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πρὸς τὸν Χριστὸν πίστη τους, ὥστε νὰ μνημονεύει αὐτῶν εἰς τρεῖς ἐπιστολές του, ἤτοι τὴν Α’ πρὸς Κορινθίους, τὴν πρὸς Ρωμαίους καὶ τὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον. Η Α’ πρὸς Κορινθίους συνετάγη εἰς τὴν Ἔφεσο, ἔνθα ὁ Ἀπόστολος γράφει : «Ἀσπάζονται ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ πολλὰ Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα σὺν τὴ κατ’ οἶκον αὐτῶν ἐκκλησία» (16,19). Καὶ ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ ἀρετὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων δὲν ἦταν μικρή, ἀφοῦ κατόρθωσαν τὸν οἶκον τους νὰ τὸν καταστήσουν μικρὴ Ἐκκλησία. Τὸ ὑπεροχώτερο ὅμως ἐγκώμιο ὁ Παῦλος διὰ τὴν σεπτὴ αὐτὴν δυάδα τῶν ὁμοτέχνων του τὸ ἔπλεξε εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ (16, 3-4) : «Ἀσπάσασθε Πρίσκιλλαν καὶ Ἀκύλαν τοὺς συνεργούς μου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, οἵτινες ὑπὲρ τῆς ψυχῆς μου τὸν ἑαυτῶν τράχηλον ὑπέθηκαν, οἲς οὐκ ἐγὼ μόνος εὐχαριστῶ, ἀλλὰ καὶ πᾶσαι αἳ ἐκκλησίαι τῶν ἐθνῶν, καὶ τὴν κατ’ οἶκον αὐτῶν ἐκκλησίαν». Καὶ εἶναι κανεὶς νὰ ἐκπλήσσεται. Εὐεργέτες τῶν Ἐκκλησιῶν οἱ σκηνοποιοί! «Οἱ μὲν ἐν ἀξιώμασι καὶ δυναστείαις σεσίγηνται, ὁ δὲ σκηνοποιὸς μετὰ τῆς γυναικὸς ἄδονται πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης». Τέλος ἐνθυμεῖται αὐτοὺς ὅταν γράφει τὸ 67 μ.Χ. πρὸς τὸν Τιμόθεο, ἐπίσκοπο ἐν Ἐφέσῳ, ἔνθα καὶ εὐρίσκετο τότε τὸ ζεῦγος (Β’ Τίμ. 4, 19). Οὗτοι κατὰ τὴν παράδοση πολλὰ θαύματα ποιήσαντες καὶ «ὕστερον πιασθέντες ἀπὸ τοὺς ἀπίστους, ἀπεκεφαλίσθησαν καὶ ἔτσι ἐδιάβηκαν ἀπὸ τὴν γῆν εἰς τοὺς Οὐρανούς».
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν ἀγαπήσαντες καὶ φωτισθέντες τὸν νοῦν, τὴ πίστει ἐνούμενοι καὶ συζυγία σεμνή, Ἀκύλας καὶ Πρισκίλλα ἤσαν μὲν προεστῶτες ἐκκλησίας κατ’ οἶκον, Παύλου δὲ τοῦ φωστῆρος συνεργοὶ καὶ προστᾶται. Διὸ αὐτοὺς τιμήσωμεν καὶ μιμησώμεθα.