Καρναβάλια υπήρχαν στην αρχαιότητα και στην αρχαία Αίγυπτο, κατά τις γιορτές της Ίσιδας και στην εβραϊκή θρησκεία στο Πονρίμ και στην αρχαία Ελλάδα στα Διονύσια. Σ’ όλες αυτές τις γιορτές το κοινό γνώρισμα είναι η μεταμφίεση.
α) Αρχαία Ελλάδα και Βακχικές Γιορτές:
Στην Αττική των αρχαίων χρόνων από το μεσοχείμωνο μέχρι την Άνοιξη τελούντο προς τιμήν του Διόνυσου ή Βάκχου οι Διονυσιακές ή Βακχικές γιορτές. Σύμφωνα με αντιλήψεις των αρχαίων, ο Διόνυσος, σαν σύμβολο της ζωής που αναγεννάται την Άνοιξη, φεύγει το χειμώνα σε χώρα μακρινή και την Άνοιξη επανέρχεται διασχίζοντας με πλοίο την θάλασσα. Το πλοίο του θεού φορτώνεται μετά σε άμαξα, για να μεταδοθεί παντού η ευετηρία (καλή χρονιά). Ο θεός που ερχόταν από την θάλασσα ήταν θεός της βλάστησης και της γονιμότητας.
Στην διάρκεια των διονυσιακών γιορτών οι οπαδοί του Διονύσου φορούσαν δέρματα ζώων, άλειφαν το πρόσωπό τους με την τρυγία (κατακάθι του κρασιού) και στεφανώνονταν με κισσό, το αειθαλές ιερό φυτό του Διόνυσου. Γενικά προσπαθούσαν να έχουν την μορφή Σατύρων που έμοιαζαν με τράγους, μια και χαρακτηριστικό των τράγων είναι η μεγάλη ροπή προς τα αφροδίσια. Στις διονυσιακές γιορτές τραγουδούσαν το «Διθύραμβο», οι μαλλιαροί σάτυροι χορευτές μεταμφιεσμένοι σε γάστρωνες: κοιλαράδες, δαιμονικές φιγούρες θα λέγαμε, έτσι όπως τους βλέπουμε στις παραστάσεις των διαφόρων αγγείων της αρχαιότητας. Ο Αριστοτέλης στην «ποιητική» του αναφέρει ότι η κωμωδία προέρχεται από τον «κώμο» που ήταν η συντροφιά μεθυσμένων που τραγουδούσαν τα «φαλλικά», δηλαδή πειρακτικά τραγούδια και βωμολοχικά. Οι παρέες αυτές κρατώντας έναν πελώριο «φαλλό» (ανδρικό γεννητικό όργανο), σύμβολο της γονιμότητας, περιφέρονταν στους δρόμους της πόλης ή του χωριού και πετούσαν αισχρολογίες και χοντρά αστεία για τους συντοπίτες τους.
Επίσης, αστείοι τύποι τριγυρνούσαν με άμαξες και περιέλουζαν με τα αδιάντροπα αστεία τους, τους θεατές. Στην Σπάρτη, κατά την διάρκεια των γιορτών του Διονύσου διασκέδαζαν με τις φάρσες των δεικηλικτών ή δεικηλιστών (μασκαράδων), σε άλλες πόλεις με τους αυτοκαβδάλους (ασουλούπωτους) και τους ιθυφάλλους (φαλλοφόρους), στις πόλεις της Μεγάλης Ελλάδος με τους φλύακες= γελωτοποιούς και τέλος στην Σικιώνα με τους φαλλοφόρους δηλαδή αυτούς που κρατούσαν τον φαλλό. Οι φαλλοφόροι ήταν στεφανωμένοι με πολλά κλαδιά και λουλούδια και είχαν επικεφαλής ένα παλικάρι μουντζουρωμένο με καπνό που κρατούσε το φαλλό.Όλες αυτές οι πομπές συνοδεύονταν από τραγούδια και οι φαλλοφόροι ξεχώριζαν ορισμένους από τους θεατές, για να τους περιλούσουν με την κοροϊδία τους. Επίσης, γίνονταν και πολλοί ασκωλιασμοί, κυρίως στα κατ’ αγρούς ή Μικρά Διονύσια και στα Ανθεστήρια. Πρόκειται για ένα παιχνίδι, σύμφωνα με το οποίο νεαροί χωρικοί προσπαθούσαν να κρατήσουν ισορροπία πάνω σε ασκιά φουσκωμένα και λαδωμένα. Επίσης, γίνονταν και πολλοί διαγωνισμοί για το ποιος θα κρατήσει ισορροπία για περισσότερη ώρα. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, προσπαθούσαν να κρατήσουν ισορροπία πάνω στο ένα πόδι και παιζόταν, όπως το δικό μας «κουτσό».
Συναγωνίζονταν μεταξύ τους και όποιος έκαμνε τα περισσότερα πηδήματα, κέρδιζε. Συγκεκριμένα προς τιμήν του Διονύσου τελούνταν 4 γιορτές:
I) Τα μικρά ή κατ’ αγρούς Διονύσια. II) Τα Λήναια. III) Τα Ανθεστήρια και IV) Τα μεγάλα ή εν άστει Διονύσια.Αναλυτικά για το καθένα απ’ αυτά μπορούμε να πούμε τα εξής:
I) Τα μικρά ή κατ’ αγρούς Διονύσια: Γιορτάζονταν το μήνα Ποσειδεώνα (Από 18 Δεκεμβρίου - 17 Ιανουαρίου). Κρατούσαν μόνο μια μέρα. Στην γιορτή αυτή, τελούνταν οι κώμοι, δηλαδή τα ξεφαντώματα και τραγουδιόνταν τα φαλλικά. Στην διάρκεια της γιορτής γίνονταν ασκωλιασμοί. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, από τους αρχηγούς αυτών των τραγουδιστών των φαλλικών γεννήθηκε η κωμωδία. Μίαν ιδέα της γιορτής παίρνουμε από τους «Αχαρνές» του Αριστοφάνη. Φαίνεται πως η γιορτή αυτή, όπως και τα Ανθεστήρια είχε, στα παλιότερα χρόνια, χαρακτήρα «δρώμενου». Έτρωγαν ξερά σύκα και γίδα, έπιναν κρασί, στεφανώνονταν με κλαδί αμπελιού και κρατούσαν φαλλό, σύμφωνα με πληροφορία που διασώζει, ο Πλούταρχος.
II) Τα Λήναια: Γιορτάζονταν τον μήνα Γαμηλιώνα (Από 18 Ιανουαρίου - 17 Φεβρουαρίου περίπου), στον οποίο συνήθως γίνονταν πολλοί γάμοι. Λεγόταν επίσης αυτός ο μήνας και «Ληναιών». Το όνομα της γιορτής σχετίζεται με το «λήναι ή ληναί», που σημαίνει Μαινάδες-Βάκχες, τις γυναίκες οπαδούς του Διονύσου, καμία σχέση με το ληνό (πατητήρι). Κατά την διάρκεια της γιορτής αυτής τελούνταν γιορτές για τις μνηστευμένες γυναίκες, που μυούνταν στα Διονυσιακά μυστήρια στο ιερό του Διόνυσου, που λεγόταν Λήναιο. Χόρευαν εκεί αναμαλλιασμένες τους γεμάτους έκσταση χορούς. Ήταν η γιορτή της γυναίκας, θα λέγαμε, για την αρχαιότητα.III) Τα Ανθεστήρια: Τελούνταν το μήνα Ανθεστηριώνα (από 18 Φεβρουαρίου - 17 Μαρτίου περίπου). Ήταν η αρχαιότερη από τις βακχικές γιορτές, σύμφωνα με το Θουκυδίδη και κρατούσαν 3 μέρες. Η 1η μέρα λεγόταν Πιθοιγία, γιατί τότε ανοίγονταν τα πιθάρια, για να δοκιμαστεί το καινούργιο κρασί. Η 2η μέρα λεγόταν χόες, γιατί σ’ αυτήν οι νιόπαντροι, αλλά και άλλοι, έπιναν από το νέο κρασί και υπήρχε και έπαθλο για το μεγαλύτερο πότη, ένα κύπελλο κρασιού, που λεγόταν «χους» πιθανόν πήλινο, γιατί χους= χώμα. Ακόμη την 2η μέρα γινόταν μια πομπή που συνόδευε τον Διόνυσο, ανεβασμένο σ’ ένα άρμα που είχε σχήμα πλοίου, τα μέλη της ακολουθίας φορούσαν μάσκα. Τον ρόλο του Διόνυσου έπαιζε ο άρχων βασιλεύς.
Στα σημερινά χρόνια υποκατάστατο του Διόνυσου θεωρείται ο βασιλιάς καρνάβαλος. Η βασίλιννα, η γυναίκα του άρχοντα βασιλιά έπρεπε να ενωθεί μαζί του με ιερογαμία. Η 3η μέρα λεγόταν «χύτροι» και είχε χαρακτήρα τελείως διαφορετικό, ήταν αφιερωμένη στους νεκρούς και στους ετοιμοθάνατους. Γι’ αυτό ετοίμαζαν μέσα σε πήλινες χύτρες ένα χυλό από χόρτα και διάφορους σπόρους. Αυτό το φαγητό λεγόταν πανσπερμία και έπρεπε να φαγωθεί, όπως πίστευαν, από τις ψυχές των νεκρών, προτού να νυχτώσει. Στα Ανθεστήρια έπαιρναν μέρος και οι μικροί. Όσο κρατούσαν οι γιορτές, ήτα συνήθεια να τους αγοράζουν παιχνίδια - αμαξάκια ή μικρά αγγεία. Επίσης, γίνονταν και ασκωλιασμοί. Το δρώμενο των Ανθεστηρίων αναφερόταν στον θάνατο, ενώ το δρώμενο «των κατ’ αγρούς Διονυσίων», στην ζωή και τα απαραίτητα γι’ αυτήν: κρασί, σύκα, κλαδί για βλάστηση, γίδι για τα ζώα, φαλλός για την διαιώνιση του ανθρώπινου γένους.
IV) Τα μεγάλα ή εν άστει Διονύσια (Από 18 Μαρτίου - 17 Απριλίου). Ήταν η πιο λαμπρή απ’ όλες τις γιορτές του Διονύσου. Η διάρκειά της ήταν 7 μέρες. Γιορταζόταν τον μήνα Ελαφηβολιώνα. Τότε παρουσιάζονταν νέες δραματικές παραστάσεις. Ο Διόνυσος ήταν ο κατ’ εξοχήν Θεός των λαϊκών στρωμάτων, προστάτης του αμπελιού και του κρασιού, σύμβολο της χαράς της ζωής και του αχαλίνωτου κεφιού. Γι’ αυτό και στην λατρεία του ενίσχυσαν όλοι οι τύραννοι στην αρχαιότητα πολλά στοιχεία για το Διόνυσο, την λατρεία του και τις ιδιότητές του βλέπουμε στις «Βάκχες» του Ευριπίδη.
β) Το Καρναβάλι στο Βυζάντιο
Οι περισσότερες από τις διονυσιακές γιορτές και έθιμα των αρχαίων Ελλήνων πέρασαν στο Βυζάντιο και έφτασαν μέχρι τα χρόνια μας. Σ’ αυτό βοήθησε και η ανεξιθρησκία, που κατοχύρωσε ο Μ. Κων/νος με το διάταγμα των Μεδιολάνων (313 μ.Χ.). Επίσης, πολύ συνετέλεσε στην διάδοση των ειδωλολατρικών εθίμων και ο αυτοκράτορας Ιουλιανός που τάχθηκε υπέρ της ειδωλολατρίας των αρχαίων με διατάγματα.
Ο Θεοδόσιος κυρίως και ο Ιουστινιανός αργότερα, με τα πολύ σκληρά μέτρα που πήραν και τους σχετικούς κώδικες διατάγματα, προσπάθησαν να καταπνίξουν τα ειδωλολατρικά έθιμα, φθάνοντας μάλιστα και σε ακραίες καταστάσεις (σφαγές) για την εδραίωση της ορθοδοξίας.Πολλά από τα έργα τέχνης του αρχαίου πολιτισμού καταστράφηκαν και έκλεισε η ακαδημία του Πλάτωνα που λειτούργησε για 1.000 περίπου χρόνια. Κατά την διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου, οι αποκριές γιορτάζονταν στον Ιππόδρομο. Στις εκδηλώσεις που γίνονταν δεν έπαιρναν μέρος μόνον οι πλούσιοι, αλλά και ο απλός λαός.
Η αποκριά έγινε θέμα πολλών συνόδων και προπαντός μια αποκριάτικη παράδοση η λεγόμενη «Ημέρα των τρελών και των αθώων».