Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009

Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Ἀδελφοί: Γεώργιος Ἀρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης, Συμεὼν ὁ Νέος Στυλίτης καὶ Δαβὶδ ὁ Μοναχός

Στὶς ἀρχὲς τοῦ ὀγδόου αἰῶνος ζοῦσε στὴ Μυτιλήνη ὁ Ἀδριανὸς καὶ ἡ Κωνσταντῶ, ποὺ ἀπέκτησαν ἑπτὰ παιδιά, ἀπὸ τὰ ὅποια τὰ πέντε ἔγιναν μοναχοί. Τρία ἀπὸ αὐτὰ ἦταν ὁ Δαβίδ, ὁ Συμεὼν καὶ ὁ Γεώργιος. Πρωτότοκος ἦταν ὁ Δαβίδ, ποὺ γεννήθηκε τὸ ἔτος 717 ἢ 718. Ἔμαθε λίγα γράμματα καὶ σὲ ἡλικία 16 ἐτῶν, ἐνῷ ἔβοσκε τὰ πρόβατα τοῦ πατέρα του, σὲ ὥρα μεγάλης καταιγίδας, εἶδε σὲ ὅραμα τὸν ἅγιο Ἀντώνιο νὰ τὸν καλεῖ στὸ μοναχικὸ βίο καὶ συγκεκριμένα νὰ τοῦ δίνει ἐντολὴ νὰ μεταβεῖ στὴ Μ. Ἀσία στὸ ὄρος Ἴδη, ποὺ εἶναι ἀντίκρυ στὴ Λέσβο καὶ λίγο βορειότερα, γιὰ νὰ μονάσει ἐκεῖ.Ὁ Δαβὶδ μὲ μεγάλη προθυμία καὶ χαρὰ δέχτηκε τὴν συμβουλὴ τοῦ Μ. Ἀντωνίου, ἦλθε στὴ Μ. Ἀσία, ὅπου ἔζησε στὸ ὄρος Ἴδη μέσα σὲ μία σπηλιὰ μὲ μεγάλη ἄσκηση, τρώγοντας ἄγρια χόρτα. Ἐκεῖ ἔζησε τριάντα χρόνια. Πάλι μὲ ὅραμα πῆρε τὴν ἐντολὴ νὰ ἔλθει στὸν ἐπίσκοπο Γάργαρων γιὰ νὰ χειροτονηθεῖ ἀπὸ αὐτὸν διάκονος καὶ ἀργότερα πρεσβύτερος. Ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὸ ὄρος Ἴδη, ὅπου μὲ ὑπόδειξη ἑνὸς ἀγγέλου, ποὺ εἶδε σὲ ὅραμα, χτίζει ναὸ τῶν ἁγίων Κηρύκου καὶ Ἰουλίττης καὶ μοναστήρι στὸ ὁποῖο πολὺ σύντομα μαζεύτηκαν πολλοὶ μοναχοί. Ἔπειτα ἀπὸ δέκα χρόνια καὶ ἀφοῦ πέθανε ὁ πατέρας του, ἦρθε ἡ μητέρα του νὰ τὸν ἰδεῖ ἔχοντας μαζί της τὸ μικρότερο ἀπὸ τὰ παιδιά της, τὸν Συμεών, ποὺ ἦταν τότε ὀκτὼ χρονῶν. Εἶχε γεννηθεῖ τὸ 765 ἢ 766. Ὁ Συμεὼν ἔμεινε κοντὰ στὸν ἀδελφό του, ἡ μητέρα του δέ, ἔπειτα ἀπὸ λίγες ἡμέρες, ἐπέστρεψε στὴ Μυτιλήνη καὶ σὲ λίγο ἀπέθανε.
Ὁ Συμεὼν ἔμαθε γράμματα παραμένοντας στὸ μοναστήρι τοῦ ἀδελφοῦ του, ὅπου σὲ ἡλικία εἴκοσι δυὸ ἐτῶν ἔγινε μοναχὸς καὶ σὲ ἡλικία 28 ἐτῶν χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Γάργαρων Ἱερεύς. Δυὸ χρόνια ἀργότερα πέθανε ὁ Δαβὶδ σὲ ἡλικία ἑξήντα ἓξ ἐτῶν, ἀφοῦ προεῖδε τὸ θάνατό του καὶ συνέστησε στὸν ἀδελφό του Συμεὼν νὰ ἐπιστρέψει στὴ Μυτιλήνη. Ὁ Συμεὼν συμμορφώθηκε μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἐπέστρεψε στὴ Μυτιλήνη τῆς Παναγίας, ποὺ ἦταν στὸ νότιο λιμάνι τῆς πόλεως, στὸ «Μόλο». Ἐκεῖ, γιὰ νὰ μιμηθεῖ τὴν ἄθληση τοῦ παλαιοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτη, ἀνέβηκε σὲ στῦλο καὶ ἔζησε μὲ φοβερὴ ἄσκηση, νηστεία, σκληραγωγία καὶ προσευχή. Στὴ συνέχεια, πῆρε κοντά του καὶ τὸν ἀδελφό του Γεώργιο, μοναχὸ καὶ αὐτόν, ποὺ γεννήθηκε τὸ ἔτος 763. Χειροτονήθηκε καὶ αὐτὸς Ἱερεὺς καί, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό τους καὶ τὴν ἀδελφή τους, μοναχὴ καὶ αὐτή, Ἰλαρία καὶ ἄλλους μοναχοὺς, ἔχτισαν μοναστήρι στὸ ὁποῖο κατέφθαναν πλήθη χριστιανῶν ποὺ διψοῦσαν νὰ ἀκούσουν λόγο Θεοῦ καὶ νὰ ζητήσουν τὴν εὐλογία τῶν ἁγίων μοναχῶν.
Ὅμως τὴν ἡσυχία τοῦ μοναστηριοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, γενικότερα, τάραξε καὶ πάλι ἡ μανία τῶν εἰκονομάχων. Ὁ Αὐτοκράτωρ Λέων Ε´ ὁ Ἀρμένιος (813-820) κήρυξε πάλι διωγμοὺς κατὰ τῶν χριστιανῶν. Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Μυτιλήνης Γεώργιος ἐξορίζεται καὶ τοποθετεῖται ἐπίσκοπος Μυτιλήνης κάποιος Λέων εἰκονομάχος, ὁ ὁποῖος ἀμέσως στράφηκε κατὰ τοῦ Συμεὼν καὶ τῶν μοναχῶν τοῦ Μοναστηριοῦ του. Μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ εἰκονομάχου αὐτοῦ ἐπισκόπου καταδικάζεται σὲ θάνατο διὰ πυρὸς ὁ Συμεών, ἀλλὰ μὲ θαῦμα διασῴζεται καὶ παραμένει γιὰ ἕνα διάστημα ἀνενόχλητος πάνω στὸ στῦλο του, μέχρι ποὺ ἀναγκάζεται πάλι ἀπὸ τὸν εἰκονομάχο ἐπίσκοπο νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Μυτιλήνη καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ, μαζὶ μὲ τοὺς μοναχούς, στὸ μικρὸ νησάκι, τὸ γνωστό με τὸ ὄνομα Ἅγιος Ἰσίδωρος, ποὺ βρίσκεται στὸν κόλπο Γέρας πρὸς τὸ μέρος τῆς Κουντουρουδιᾶς, τῶν Λουτρῶν. Ἀργότερα, ὁ εἰκονομάχος ἐπίσκοπος κατόρθωσε νὰ ἀποσπάσει ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Β´ τὸν Τραυλὸ (820-829) διαταγή, μὲ τὴν ὁποία ἐξορίζεται ὁ Συμεὼν στὴ «Λαγοῦσα», νησὶ ἀκατοίκητο ἀπέναντι ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Τροίας. Ἐκεῖ πῆγε ὁ Συμεὼν μὲ τὴν συνοδεία ἑπτὰ μαθητῶν του καὶ παρέμεινε καὶ ἐκεῖ πάνω σὲ στῦλο 10 μέτρων, ἐνῷ ὁ ἀδελφός του Γεώργιος παρέμεινε στὴ Μυτιλήνη, φροντίζοντας τὸ μοναστήρι. Ἀργότερα ἔφυγε ὁ ἅγιος Συμεὼν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου κατάλαβε ὅτι θὰ προσέφερε ἀπαραίτητες στὴν Ἐκκλησία ὑπηρεσίες καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ μοναστήρι τοῦ Νικήτου τοῦ Μηδικίου. Μὲ κέντρο τὸ μοναστήρι αὐτὸ περιώδευε ἀπὸ τὸν Ἑλλήσποντο μέχρι τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου καὶ μέχρι τὴν Μαύρη Θάλασσα, στηρίζοντας μὲ τὸ λόγο του τοὺς χριστιανοὺς καὶ παρηγορῶντας τοὺς διωκόμενους πατέρες, ποὺ βρισκότανε ἐξόριστοι σὲ διάφορα μέρη ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους. Στὶς περιοδεῖες του αὐτὲς ἐργαζόταν σὰν ψαράς, ὅπου στάθμευε, γιὰ νὰ ἐξοικονομεῖ ὅ,τι χρειαζότανε ὄχι τόσο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ νὰ βοηθᾷ ὅσους εἴχανε ἀνάγκη βοηθείας. Περιοδεύοντας δὲν δίδασκε μόνο, ἀλλὰ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ θεράπευε ἀῤῥώστους καὶ ἵδρυσε καὶ γυναικεῖο μοναστήρι, στὸ ὁποῖο μαζεύτηκαν πολλὲς μοναχές.Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ, ὁ εἰκονομάχος διάδοχός του Θεόφιλος κήρυξε πάλι ἄγριο κατὰ τῆς Ἐκκλησίας διωγμό, κατὰ τὸν ὁποῖο συνέλαβε τὸν Συμεὼν καὶ τὴν συνοδεία του μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς κλείσει σὲ φυλακὴ καὶ νὰ τοὺς ἐξαφανίσει. Σώθηκε καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν κίνδυνο μὲ τὴν ἐπέμβαση τῆς Αὐτοκράτειρας Θεοδώρας, ἀλλὰ δὲν ἀπέφυγε τὴν τιμωρία ἑκατὸν πενήντα ῥαβδισμῶν ποὺ διέταξε ὁ Αὐτοκράτωρ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξορία στὴν Ἀφουσία νῆσο τῆς Προποντίδος, ὅπου πῆγε μαζὶ μὲ ἄλλους διακεκριμένους κήρυκες τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ἦταν ὁ Θεοφάνης καὶ Θεόδωρος, οἱ λεγόμενοι Γραπτοί, καὶ ἄλλοι πατέρες. Καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο τῆς ἐξορίας, ὁ Συμεὼν ἔχτισε ναὸ τῆς Παναγίας καὶ μοναστήρι μαζεύοντας σ᾿ αὐτὸ ὅλους τοὺς καταδιωγμένους ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους πατέρες.
Ὁ Γεώργιος ποὺ παρέμεινε στὴ Μυτιλήνη εἶχε καὶ αὐτὸς ἀρκετὲς ταλαιπωρίες. Ὁ εἰκονομάχος ἐπίσκοπος Λέων τὸν καταπίεζε μὲ διάφορους τρόπους καὶ τελικὰ τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη, ἀφοῦ κατέλαβε παρανόμως καὶ πούλησε τὸ μοναστήρι καὶ ὅ,τι ἀνῆκε σ᾿ αὐτό. Ὁ Γεώργιος ἀναγκάζεται νὰ φύγει μὲ τοὺς μοναχούς του μοναστηριοῦ σὲ ἕνα «εὐτελὲς καὶ βραχύτατον χωρίον» ποὺ τὸ ἔλεγαν «Μυρσίνα». Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ἐρχότανε καὶ τοὺς εὕρισκαν χριστιανοί, κι ἐκεῖ δίδασκε ὁ Γεώργιος καὶ ἔκαμε πολλὰ θαύματα.
Ὅταν πέθανε ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτωρ Θεόφιλος (842) ἡ Βασίλισσα Θεοδώρα ἀνακάλεσε ἀπὸ τὴν ἐξορία ὅλους τοὺς ἐξόριστους πατέρες, ὅπως καὶ τοὺς Συμεὼν καὶ Γεώργιο. Οἱ δυὸ αὐτοὶ μαζὶ μὲ τὸν μετέπειτα Πατριάρχη Μεθόδιο τὸν ὁμολογητή, ἔγιναν οἱ πιὸ ἔμπιστοι σύμβουλοι τῆς Θεοδώρας. Ὅταν, κατὰ τὸ ἔτος 843, μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Συμεὼν ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Μεθόδιος, ὁ Συμεὼν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του ἐγκαταστάθηκε στὸ μοναστήρι τῶν ἁγίων Σεργίου καὶ Βάκχου.Ὁ Γεώργιος προτείνεται ἀπὸ τὴν Βασίλισσα νὰ γίνει ἐπίσκοπος Ἐφέσου, θέση ὅμως ποὺ δὲν δέχτηκε ὁ Γεώργιος, μὲ πρόφαση τὴν ἡλικία του. Ἦταν τότε ὀγδόντα χρόνων. Τέλος, ἔπειτα ἀπὸ πολλὲς πιέσεις, δέχτηκε νὰ χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος γιὰ τὴν Μητρόπολη Μυτιλήνης. Σύντομα χειροτονήθηκε καί, ἀφοῦ πῆρε ἀπὸ τὴν Βασίλισσα καὶ ἀπὸ τὸν Πέτρωνα καὶ Βάρδα πολλὰ δῶρα γιὰ τοὺς φτωχούς του νησιοῦ, ἔρχεται μὲ βασιλικὸ καράβι -δρόμωνα- στὴ Μυτιλήνη συνοδευόμενος ἀπὸ στρατηγοὺς καὶ αὐλικούς της Θεοδώρας.Ἡ Μυτιλήνη τὸν ὑποδέχτηκε μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ χαρὰ μεγάλη. Ξαναπήρανε τότε στὰ χέρια τοὺς τὸ μοναστήρι τους οἱ ἅγιοι καὶ γιόρτασαν σ᾿ αὐτό, ὑστέρα ἀπὸ τόσα χρόνια διωγμῶν, τὴν γιορτὴ τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου 843) καὶ ἔπειτα ἀπὸ λίγες μέρες ἔγινε ἡ ἐνθρόνιση τοῦ Γεωργίου στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Θεοδώρας, ποὺ ἦταν ὁ Μητροπολιτικὸς ναός, τὴν 14η Σεπτεμβρίου, ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Ἕνα χρόνο ἀργότερα (844) πέθανε ὁ Συμεὼν καὶ τὸν ἔθαψαν στὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας. Τὸν χειμῶνα, τὸν ἴδιο χρόνο, ὁ Γεώργιος ταξίδευσε στὴ Γοτθογραικία γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ ἄῤῥωστο φίλο του, τὸν ὅποιον μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ θεράπευσε, προφητεύοντας ὅτι θὰ ἀποθάνει ἔπειτα ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια, ὅπως καὶ ἔγινε. Ἐπέστρεψε στὴ Μυτιλήνη καὶ συνέχισε μὲ ἐλεημοσύνες, διδασκαλίες, θαύματα τὸ ἔργο τοῦ καλοῦ ποιμένος.Ἀποφασίζει, καὶ μάλιστα χειμῶνα καιρό, ἕνα ταξίδι γιὰ τὴν Σμύρνη, ὅπου ἤθελε νὰ ἰδεῖ πνευματικά του παιδιὰ καὶ μοναστήρια, ποὺ ἐκεῖνος ἵδρυσε σὲ οἰκόπεδα ποὺ τοῦ εἶχαν χαρίσει μαθητές του. Στὴ Σμύρνη ὅμως παρέμεινε λίγες ἡμέρες, γιατί ἐμφανίζεται Ἄγγελος Θεοῦ μπροστά του καὶ προλέγει τὸ θάνατό του. Ἐπιστρέφει σύντομα στὴ Μυτιλήνη, ὅπου περνᾷ ὅλη τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, κάνοντας καὶ τὴν λειτουργία τῆς Μ. Πέμπτης. Καταλαβαίνει ὅτι ἦρθε τὸ τέλος του. Δίνει μὲ συγκίνηση τὶς τελευταῖες συμβουλὲς καὶ εὐχὲς στὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ παραδίνει τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο τὸ βράδυ τοῦ Μ. Σαββάτου τοῦ ἔτους 845 ἢ 846. Τὸν ἐνταφίασαν μὲ μεγάλες τιμὲς στὸν τάφο τοῦ ἀδελφοῦ του Συμεών.