Ὁ Ἅγιος Νικόλαος, κατὰ κόσμο Ἰωάννης Ντιμιτρέβιτς Κασάτκιν, γεννήθηκε τὴν 1η Αὐγούστου 1836 στὸ χωριὸ Μπεργιοζόβσκυ τοῦ Μπέλκ, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Σμολένκ. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Δημήτριος καὶ Ξένη καὶ ἤσαν εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεοι. Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἀγάπησε τὸν ἐκκλησιαστικὸ βίο ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία καὶ ἔκανε τὰ πρῶτα του βήματά του μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν βοήθεια τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἦταν ἱερεύς. Ὅταν ὁ Ἰωάννης μεγάλωσε, πῆγε στὸ τοπικὸ δημοτικὸ σχολεῖο καὶ μετὰ στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Μελίνσκι. Ἀφοῦ ἀποφοίτησε μεταξὺ τῶν πρώτων, συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, ἀπὸ τὴν ὁποία τελείωσε τὸ ἔτος 1861.
Στὴν Ἰαπωνία, λίγο μετὰ τὴν ἄφιξη τῶν Πορτογάλων Ἰησουιτῶν στὸ νότιο ἄκρο τὸν 17ο αἰῶνα, οἱ Ὀλλανδοὶ ἔμποροι εἶχαν πείσει τὴν κυβέρνηση πὼς πρέπει ἡ χώρα νὰ προφυλαχθεῖ ἀπὸ τὴν ὀλέθρια ἐπιρροὴ τῶν ξένων. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ κλείσουν τὰ λιμάνια γιὰ ὅλους ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἐμπόρους αὐτούς. Γιὰ διακόσια χρόνια κράτησε ἡ πολιτικὴ τοῦ ἀπομονωτισμοῦ, ποὺ ἄρχισε σιγὰ – σιγὰ νὰ ὑποχωρεῖ. Ἔτσι δόθηκε στὸν Ἅγιο Νικόλαο ἡ εὐκαιρία νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἄπω Ἀνατολή.
Στὸ Χακοντᾶτε, λιμάνι τῆς βόρειας Ἰαπωνίας, ἐγκαταστάθηκε Ρωσικὴ Πρεσβεία καὶ τὸ προσωπικό της χρειαζόταν ἐφημέριο. Ὁ Ἰωάννης, ποὺ πρὶν τελειώσει τὴν ἀκαδημία εἶχε καρεῖ μοναχός, εἶχε μετονομασθεῖ σὲ Νικόλαο καὶ εἶχε χειροτονηθεῖ Πρεσβύτερος τὸ 1860 ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Νόβγκοροντ καὶ Ἁγίας Πετρουπόλεως Γρηγόριο, ἦταν ἐκεῖνος ποὺ μὲ χαρὰ δέχθηκε νὰ ἐργαστεῖ ἱεραποστολικὰ στὴν Ἰαπωνία. Καὶ ἔτσι τὸ 1861, σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν, ὁ νεαρὸς ἱερομόναχος ξεκίνησε χωρὶς συνοδεία καὶ ταξίδεψε στὴν Σιβηρία. Ἔτσι ἔφθασε στὸ Χακοντᾶτε ὡς ἐφημέριος τοῦ διπλωματικοῦ σώματος. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔστειλε γράμμα στὸν Μητροπολίτη τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως περιγράφοντας τὸν πολιτισμό, τὴν εὐγένεια καὶ τὸν λεπτὸ χαρακτῆρα τῶν Ἰαπώνων. Τοὺς θαύμαζε γι’ αὐτὰ καὶ ὅμως συγχρόνως τοὺς λυπόταν, ἐπειδὴ τοὺς ἔλειπε τὸ κυριότερο: ἡ Ὀρθόδοξη πίστη.
Στὸ Χακοντᾶτε δὲν τὸν εἶχαν ὑποδεχθεῖ θερμὰ οὔτε οἱ Ρώσοι οὔτε οἱ Ἰάπωνες. Εἰδικὰ οἱ τελευταῖοι, ἐξ’ αἰτίας τοῦ χρόνιου ἀπομονωτισμοῦ τους, δὲν εἶχαν τὴν διάθεση νὰ ἀκούσουν τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὸ ἀποθάρρυνε κάπως τὸ Νικόλαο. Στὶς 9 Σεπτεμβρίου τοῦ 1861, ὅμως, δέχθηκε τῆς ἐπίσκεψη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἰννοκεντίου, ἱεραποστόλου τῆς Ἀμερικῆς. Ἐκεῖνος τὸν ἐπετίμησε γιὰ τὸν φθίνοντα ἐνθουσιασμό του καὶ τὸν συμβούλεψε νὰ μάθει τὴν ἰαπωνικὴ γλῶσσα. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἔμαθε τὴν γλῶσσα καὶ ἄρχισε νὰ κηρύττει. Κάποια βραδιά, λοιπόν, καθὼς μελετοῦσε στὸ κελί του, βλέπει ἕνα σαμουράι νὰ ὁρμᾷ στὸ δωμάτιό του μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι. Θὰ τὸν ἔσφαζε, τοῦ εἶπε, ἐὰν δὲν σταματοῦσε νὰ «διαφθείρει» μὲ τὰ κηρύγματά του τοὺς ντόπιους. Ταπεινὰ ὁ Ἅγιος Νικόλαος δέχθηκε νὰ πεθάνει, ἂν ὅμως πρῶτα ὁ ἐπίδοξος δολοφόνος του θὰ μάθαινε τί μελετοῦσε τὴν ὥρα ἐκείνη. Ὁ σαμουράι ἄφησε τὸ σπαθί του, γιὰ νὰ ἀκούσει τί εἶχε νὰ τοῦ πεῖ ὁ Ἅγιος. Καὶ ἔτσι αὐτὸς ἄρχισε νὰ τοῦ ἐξηγεῖ τὴν δημιουργία τοῦ σύμπαντος ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας καὶ πῶς ὁ Χριστὸς ᾖλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν, ὁ παραλίγο δήμιός του νὰ κατηχηθεῖ καὶ νὰ βαπτισθεῖ. Λίγα χρόνια ἀργότερα ὁ σαμουράι Τακούμα Σαβάμπε ἔγινε ὁ πατὴρ Παῦλος, ὁ πρῶτος Ὀρθόδοξος Ἰάπωνας ἱερέας. Ἀκολούθησαν χρόνια ἱεραποστολικῆς δράσεως, μεταφράσεως λειτουργικῶν βιβλίων καὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἔντονης κατηχητικῆς διακονίας.
Τὸ ἔτος 1880, μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἱεραποστολικῆς δράσεως, ἐξελέγη καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθόδοξης Ἰαπωνικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς. Τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο ἦταν πολὺ μεγάλο. Κατήχησε καὶ βάπτισε χιλιάδες ἀνθρώπους. Φρόντισε γιὰ τὴν ἀνέγερση ναῶν, τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ τὴν λειτουργικὴ ἀγωγὴ τοῦ ἐφημεριακοῦ κλήρου. Ὁ ἴδιος ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ὁ Ὀρθόδοξος ἱεραπόστολος ὀφείλει νὰ ἔχει ἀνοιχτὲς τὶς πόρτες τοῦ σπιτιοῦ του, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν μία προσωπικὴ ἐπικοινωνία καὶ νὰ μεταβαίνει πρόθυμα ὅπου ὑπάρχει δυνατότητα μεταδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου».
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1912.