
Τὸν συνέλαβαν καὶ ἀφοῦ τὸν μαστίγωσαν τὸν ἔριξαν μέσα σὲ κοχλαζόμενο λέβητα, ὅπου διέμεινε πέντε ἡμέρες χωρὶς νὰ πάθει τίποτα. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ διαφύλαξε τὸν Ἅγιο σῶο καὶ ἀβλαβῆ. Ἔτσι, πολλοὶ στρατιῶτες, ποὺ εἶδαν τὸ θαῦμα, πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο μὲ τὸ νερὸ τοῦ λέβητα.
Μόλις πληροφορήθηκε ὁ ἡγεμόνας τὸ γεγονὸς αὐτό, ἔστειλε ἐκεῖ ἄλλους στρατιῶτες νὰ βγάλουν τὸ Ἅγιο Βλάσιο ἀπὸ τὸν λέβητα. Ὅταν ὅμως καὶ αὐτοὶ ἔφθασαν ἐκεῖ καὶ εἶδαν τὸ θαῦμα, πίστεψαν στὸν Χριστό. Ἔπειτα πῆγε ἐκεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἡγεμόνας, γιὰ νὰ δεῖ τὸν Ἅγιο μέσα στὸν λέβητα μὲ τὸ βρασμένο νερό. Ἐπειδὴ δέ, νόμιζε ὅτι τὸ νερὸ εἶχε κρυώσει, ζήτησε νὰ ἀντλήσουν ἀπὸ αὐτό, γιὰ νὰ νίψει τὰ μάτια του. Μόλις ὅμως ἔκανε αὐτὴ τὴν ἐνέργεια, ἀμέσως τυφλώθηκε καὶ συγχρόνως ξεψύχησε.
Ἔτσι, ὁ Ἅγιος ἀφέθηκε ἐλεύθερος. Ἀμέσως ἐπισκέφθηκε τὴν οἰκογένειά του καὶ στὴ συνέχεια παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεό. Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ κατὰ τύχη παρευρίσκονταν ἐκεῖ, κατὰ τὴν τελείωσή του, εἶδαν τὴ μακαρία του ψυχή, ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του, σὰν περιστερὰ λευκὴ καὶ ἀπαστράπτουσα, καὶ πέταξε στὸν οὐρανό.