Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

Οἱ Ἅγιοι Φαύστα, Εὐϊλάσιος καὶ Μάξιμος

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Φαύστα καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύζικο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἦταν θυγατέρα πλούσιων καὶ εὐσεβῶν γονέων. Ἔμεινε ὀρφανὴ σὲ μικρὴ ἡλικία, ἔχοντας κληρονομήσει τὴν τεράστια περιουσία τῶν γονέων της. Ὅμως οὔτε τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας της, οὔτε ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου της κυρίευσαν τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά της. Ἡ Χριστιανικὴ ἀνατροφὴ ποὺ εἶχε ἀπὸ τοὺς μακαριστοὺς γονεῖς της ἦταν βαθιὰ χαραγμένη στὴν ψυχή της. Ἔμεινε λοιπὸν στὴν εὐσέβεια τῶν γονέων της καὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ μὲ τὴν ἴδια καὶ μεγαλύτερη μάλιστα ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση, τὴν στιγμὴ ποὺ εἶχε χάσει τοὺς φιλόστοργους προστάτες της.
Κατὰ τὸ ἔτος 299 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοὺ (285-305 μ.Χ.), ἡ Ἁγία Φαύστα προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπιφανῆ Συγκλητικὸ Εὐϊλάσιο, ἐκπρόσωπο τοῦ ἡγεμόνα, νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη της στὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στοὺς θεοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἡ Ἁγία ὅμως ἀρνήθηκε. Ὁ Εὐϊλάσιος, ποὺ ἦταν γέροντας στὴν ἡλικία, προσπάθησε νὰ πείσει τὴν Ἁγία ὅτι πίστευε σὲ ἀνόητη πίστη ἀλλὰ ἐκείνη, ἔχουσα καλὰ καὶ ἀσφαλῆ διδάγματα, φωτιζόμενη δὲ καὶ ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ἀνέλυσε τὰ δόγματα τῆς πίστεώς μας καὶ τοῦ ἔδωσε θαυμαστὲς ἀπαντήσεις. Ὅταν ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια, ἡ Ἁγία τὰ ὑπέμεινε μὲ τόση καρτερία, ὥστε ὁ Εὐϊλάσιος, στὴν ψυχὴ τοῦ ὁποίου ὑπῆρχαν εὐγενῆ σπέρματα, θαύμασε τὴν Μάρτυρα καὶ αἰσθάνθηκε μεγάλη ἐντύπωση ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, ἡ ὁποία χάριζε στὴν Ἁγία τόση ἀλύγιστη σταθερότητα ἑνωμένη μὲ τὰ πλέον φιλάδελφα αἰσθήματα ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς διῶκτες της. Ἡ δὲ κατάπληξή του κορυφώθηκε ὅταν ἡ Ἁγία, ποὺ τὴν ἔριξαν στὴ φωτιά, ἔμεινε ἄθικτη καὶ ἀβλαβὴς μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Πρὸ τοῦ θαύματος αὐτοῦ ὁ Εὐϊλάσιος αἰσθάνθηκε νὰ γκρεμίζεται μέσα του ὁ εἰδωλολάτρης. Διέταξε, λοιπόν, νὰ ὁδηγήσουν ἐνώπιόν του τὴν Ἁγία, τὴν προσέβλεψε μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια καὶ τὴν ρώτησε, μὲ ἀνοικτὴ καρδιὰ καὶ πνεῦμα πρόθυμο γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τῆς ἀλήθειας, περὶ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Τὰ λόγια τῆς Ἁγίας ἄγγιξαν τὴν καρδιὰ τοῦ γέροντος συγκλητικοῦ, ὁ ὁποῖος αἰσθάνθηκε βαθιὰ κατάνυξη καὶ ἀπέλυσε ἐλεύθερη τὴν Ἁγία.
Ἡ εἴδηση αὐτὴ ἐξόργισε τὸν ἔπαρχο Μάξιμο. Ἀμέσως κάλεσε τὸν Εὐϊλάσιο καὶ τὸν ἐπέπληξε ἔντονα γιὰ τὴν στάση του καὶ τὴν ἀφέλειά του. Ὁ Εὐϊλάσιος, ἀτάραχος πρὸς τὶς ὕβρεις, τοῦ διηγήθηκε τὴν ἱστορία τῶν βασάνων τῆς Μάρτυρος καὶ τὸ θαῦμα τῆς διασώσεώς της καὶ τοῦ ἐξέφρασε τοὺς λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ἔκρινε ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός. Τότε ὁ ἔπαρχος ὑπέβαλε τὸν Εὐϊλάσιο καὶ τὴν Ἁγία Φαύστα σὲ φρικώδη βασανιστήρια, τὰ ὁποία οἱ δυὸ Μάρτυρες ὑπέμειναν μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία. Καὶ ὁ Θεὸς ἔκανε πάλι τὸ θαῦμα του. Ὁ ἔπαρχος Μάξιμος, μπροστὰ στὰ γενόμενα, ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς καὶ ταπείνωση γονάτισε μπροστὰ στὴν Ἁγία ζητώντας συγχώρεση. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀντήχησε σὲ ὅλη τὴν Κύζικο. Ἡ εἴδηση δὲν ἄργησε νὰ φτάσει καὶ στὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανὸ (284-305 μ.Χ.). Κατὰ προσταγή του θανατώθηκαν καὶ οἱ τρεῖς Ἅγιοι, ποὺ δέχθηκαν μὲ χαρὰ τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.