Γυναικείο Μοναστήρι
Ζούρβας, βρίσκεται, απομονωμένη - θα έλεγε κανείς- από το κόσμο η Ιερά Μονή Γεννήσεως της Θεοτόκου. Από το πλοίο, με το δρομολόγιο Πειραιάς-Υδρα, μόλις διακρίνεται - ένα άσπρο σημάδι- μεταξύ ουρανού και γης. Απομακρυσμένη από πόλεις και ανθρώπους, στερουμένη των σύγχρονων ανέσεων τού πολιτισμού και αποτραβηγμένη στην ερημική της σιωπή, λατρεύει επί σειρά ετών Τον Κύριον και την Αειπάρθενον Μητέρα Του, την κατ' εξοχήν Προστατιδά της, μετα των Αγίων Θεοπατέρων, οι οποίοι υπηρέτησαν με την αφοσιώσήν τους το Ύψιστον Μυστήριον της Ενσάρκου Οικονομίας του Θεού μας, αξιωθέντες να «υπεραρθούν απάντων γεννητόρων» και να γεννήσουν την Υπεραγίαν Θεοτόκον.Το όνομα Ζούρβα η περιοχή αυτη το έλαβε - καθώς υπάρχει παράδοσις- από κάποιο άρχοντα ο οποίος ονομαζόταν Ζούρβας, ο οποίος λέγεται, ότι είχε κτισμένο το αρχοντικό του στην σημερινή θέση της Ιεράς Μονής, το λιγότερο εκτεθειμένο σε όλους τους ανέμους μέρος της περιοχής. Την παράδοση επιβεβαιώνει εν μέρει το γεγονός ότι κατα καιρούς έχουν βρεθεί, κάτω από το έδεφος, λίθινα σκαλιστά τεμάχια κιόνων ίσως ή κιονοκράνων, η δε πρώτη Καθηγουμένη μοναχή Καλλινίκη Παπαγεωργίου, ισχυρίζετο ότι με την εγκατάστασή της εδώ - περί το 1920- θυμόταν χαλάσματα πολύ παλιού σπιτιού, πολύ κοντα στα κτίρια της Ιεράς Μονής.Το τοπίο γύρω από την Ιερά Μονή παρουσιάζει μία απλή ερημική μεγαλοπρέπεια. Από την θάλασσα χαμηλά, βράχοι απότομοι και άγριοι, υψώνονται έως επάνω σε ύψος περίπου 200 μέτρων. Είναι τα «Καρούλια της Ύδρας», όπως τα ονόμασε κάποιος Γέροντας πνευματικός. Οπουδήποτε στραφούν τα μάτια δεν αντικρύζουν τίποτε άλλο, παρά μόνο πέτρα. Βλάστηση υπάρχει ελάχιστη, αλλά σπάνια δια την απέριττη ομορφιά της. Την άνοιξη μοσχοβολά η περιοχή όλη από την φασκομηλιά, το θυμάρι και το κατακίτρινο ξάλαφτο, ενώ το χειμώνα πλημμυρίζει ο τόπος από ευωδιαστές σπέντζες (ή μανουσάκια), τα «άνθη της Παναγίας της Ζούρβας», όπως πολλοί τα λένε, διότι μόνο εδώ φυτρώνουν και πολλαπλασιάζονται χωρίς την παραμικρή περιποίηση. Όσο από άγρια χόρτα τού βουνού πικρά και δυσεύρετα για όσους τα επιθυμούν, υπάρχουν άφθονα.
Από το λιμάνι έως τη θάλασσα - τον αρσανά της Μονής- την Λέδιζαν, ανεβάζει έως επάνω τον προσκυνητή από ένα στενό δρομάκι με πρόχειρο καλντερίμι, έργο αφάνταστου κόπου, μόχθου και πολύ ιδρώτα, ποιός ξέρει ποιών ασκητών παλιών κτητόρων, οι οποίοι με θαυμαστή επιμονή υπέταξαν στην θέλησή τους το βραχώδες απόκρημνο βουνό. Διότι λέγεται ότι πρώτα κατεσκευάστηκε ο δρόμος και μετά μετεφέρθηκαν από αυτόν τα υλικά για την ανέγερση της Ιεράς Μονής.
Παρ' όλη όμως την αγριότητα των σιωπηλών σκυθρωπών βράχων, η γαλήνη και η ηρεμία της φύσεως, ιδίως κατά την απογευματινή και νυκτερινή ώρα με τα πανέμορφα χρώματα του δειλινού, αναπαύουν και ειρηνεύουν την ψυχή και το πνεύμα. Από μακρυά ακούγονται τα κουδούνια από τα λίγα πρόβατα, το κελάηδισμα της πέρδικας και η βοή της θαλάσσας. Αυτή την ώρα η καρδια ασυναίσθητα και αυθόρμητα υψώνεται προς τον Θεό. Τον αισθάνεται πολύ κοντά της και νοιώθει την ανέκφραστη Θείαν Μεγαλειότητα συνενωμένη με την απέραντη Πατρική Αγάπη προς τον ελάχιστο άνθρωπο. Τότε τελείως απομεμακρυσμένη από κάθε θόρυβο του κόσμου, με την αίσθηση της μηδαμινότητας της και της αμαρτωλότητας, ζητεί μέ πόθο να συνομιλήση μαζί Του με την εμπιστοσύνη του τέκνου προς τον Πατέρα. Αναζωογονείται εις την Παρουσία Του και κάτω από το γλυκό βλέμμα της Θεοτόκου και το ιλαρό των Αγίων Θεοπατόρων παίρνει αποφάσεις, μεταμελείται, ζητάει το έλεος, την Προστασίαν, τη λύση των προβλημάτων της. Μοναδικές, ανεξίτηλες στιγμές στη ζωή του ανθρώπου, τις οποίες δεν βρίσκει στους όμορφους και πολυφωτισμένους μεγαλοπρεπείς Ναούς των πόλεων με τον θόρυβο και την πολυκοσμίαν . Βεβαίως παντού υπάρχει ο Θεός, αλλ' είναι μερικοί τόποι, όπου η ψυχή νοιώθει μόνη ενώπιόν Του μέσα στη σιωπή. Κι ένας τέτοιος τόπος είναι το Μοναστήρι της Ζούρβας.