Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009

Καλικάντζαροι

ΙΣΤΟΡΙΕΣ - ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ

Οι καλικάντζαροι είναι μια παλιά παράδοση στην πατρίδα μας. Και σε κάθε τόπο, και πιο πολύ στα χωριά, υπάρχουν χίλιοι θρύλοι και έθιμα γύρο από αυτούς. Εμφανίζονται κάθε Χριστούγεννα. Μερικοί λένε ότι είναι πνεύματα, άλλα καλά και άλλα κακά. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι είναι παράξενα όντα, μαλλιαρά και ότι τρυπώνουν στα σπίτια από τις καμινάδες. Τις νύκτες πηγαίνουν και κλέβουν τα φαγητά που βρίσκουν και πιο πολύ τα σύκα γιατί τους αρέσουν πολύ. Όταν τελειώσουν το φαγητό τους αρχίζουν να χορεύουν.
Όλοι οι χωρικοί, όταν πλησιάζει βράδυ, φοβούνται να ξεμυτίσουν από το σπίτι τους, προπάντων τα μικρά παιδιά, ως ότου έρθει η γιορτή των Φώτων, που ρίχνουν το σταυρό και οι καλικάντζαροι εξαφανίζονται. Τότε πάνε και ζούνε κάτω από τη γη. Και εμφανίζονται πάλι τα άλλα Χριστούγεννα.
Σε πολλά χωριά ρίχνουνε αναμμένα κάρβουνα στα πηγάδια, για να μην μαγαρίσουν οι καλικάντζαροι.Δεν μπορώ να σας εξηγήσω καλύτερα, τι είναι ένας Καλικάντζαρος. Νομίζω πως μπόρεσα να σας δώσω να καταλάβετε περίπου τι είναι.
Σε άλλους είναι συμπαθητικοί και σε άλλους αντιπαθητικοί. Θα ήθελα πολύ να έβλεπα ένα Καλικάντζαρο, αλλά νομίζω πως δεν θα το κατορθώσω. Απλούστατα : γιατί δεν υπάρχουνΟι καλικάντζαροι είναι μαυριδεροί, τριχωτοί, με ουρά και μακριά χέρια. Ζουν στα έγκατα της γης και με ένα μεγάλο πριόνι αγωνίζονται να κόψουν τον τεράστιο ξύλινο στύλο που κρατά στη θέση της τη γη. Ο στύλος όμως είναι πολύ χοντρός και γι αυτό χρειάζεται μεγάλη και μακρόχρονη προσπάθεια.Τις παραμονές των Χριστουγέννων τα έχουν σχεδόν καταφέρει και το στήριγμα της γης είναι έτοιμο να κοπεί και να πέσει. Χαρούμενοι που τα κατάφεραν επιτέλους, οι καλικάντζαροι βγαίνουν επάνω τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους και για να μην σωριαστεί η γη στα κεφάλια τους.Οι καλικάντζαροι είναι χιλιάδες και ξετρυπώνουν στην επιφάνειά της από κάθε τρύπα. Φοβούνται πολύ το φως και γι' αυτό τη μέρα κρύβονται. Βγαίνουν όμως από τους κρυψώνες τους τη νύχτα και πειράζουν τους ανθρώπους. Μικρά και ευκίνητα, καθώς είναι, μπαίνουν στα σπίτια απ' όπου βρουν. Από τις καμινάδες, τις κλειδαρότρυπες, τις χαραμάδες των πορτών και των παραθυριών.
Τους αρέσει να πλατσουρίζουν μέσα στα δοχεία που έχουν οι νοικοκυρές το λάδι, στα τηγάνια, στα τσουκάλια, στα πιάτα. Λερώνουν τα φαγητά με τα ακάθαρτα νύχια τους και αφήνουν τις ακαθαρσίες τους όπου βρουν. Τίποτε βέβαια δεν κλέβουν, αλλά αναστατώνουν τόσο πολύ το σπίτι που το κάνουν αγνώριστο.
Η ονομασία Καλικάντζαροι προέρχεται από το επίθετο «καλός» και από το «κάνθαρος». Η αρχή των μύθων που είναι σχετικοί με τους καλικάντζαρους βρίσκεται στην αρχαιότητα.
Οι Αρχαίοι πίστευαν πως οι ψυχές σαν έβρισκαν την πόρτα του ‘Aδη ανοιχτή, ανέβαιναν στον απάνω κόσμο και τριγύριζαν παντού χωρίς έλεγχο και περιορισμούς.
Πολύ αργότερα οι Βυζαντινοί, γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο με μουσικές, τραγούδια και μασκαρέματα. Οι άνθρωποι, έχοντας κρυμμένα τα πρόσωπά τους, έκαναν με πολύ θάρρος και χωρίς ντροπή ό,τι ήθελαν. Πείραζαν τους ανθρώπους στους δρόμους, έμπαιναν απρόσκλητοι σε ξένα σπίτια κι αναστάτωναν τους νοικοκύρηδες: ζητούσαν λουκάνικα και γλυκά για να γλιτώσουν απ' αυτούς έκλειναν πόρτες και παράθυρα. Οι μασκαρεμένοι όμως έβρισκαν πάντα κάποιους τρόπους να εισβάλλουν στα ξένα σπίτια, ακόμα κι από τις καμινάδες. Κι όλα αυτά για δώδεκα μέρες, ως την παραμονή των Φώτων, οπότε με το Μεγάλο Αγιασμό όλα σταματούσαν κι οι άνθρωποι ησύχαζαν.

Ετσι και σήμερα, οι καλικάντζαροι εξαφανίζονται τα Φώτα με τον αγιασμό των νερών. Φεύγουν τότε λέγοντας: «Φεύγετε να φεύγουμε κι έφτασε ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του...»
Τα «αβάφτιστα» νερά και οι καλικάντζαροι

Επειδή από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα ο Χριστός είναι ακόμη αβάφτιστος, είναι και «τα νερά αβάφτιστα». Έτσι βρίσκουν ευκαιρία οι καλικάντζαροι ν' αλωνίζουν τον κόσμο. Ας δούμε όμως πρώτα πώς τους φαντάζεται και τι πιστεύει γι' αυτούς ο ελληνικός λαός. Οργιάζει κυριολεκτικά η λαϊκή φαντασία σχετικά με την εμφάνισή τους: «είναι σαν τους ανθρώπους, όμως μαύροι κι άσκημοι και πολύ ψηλοί και φορούν σιδεροπάπουτσα», πιστεύουν μερικοί. Για άλλους είναι «μαυριδεροί με κόκκινα μάτια, τράγινα πόδια, με χέρια σαν της μαϊμούς και με τριχωτό όλο το σώμα». Άλλοι πάλι τους θέλουν «κουτσούς, στραβούς, μονόμματους, μονοπόδαρους και πολύ κουτούς... Η θροφή τους είναι σκουλήκια, βαθράκια, φίδια κ.ά. Μπαίνουν στα σπίτια απ' την καπνοδόχο και κατουρούν τη φωτιά, καβαλικεύουν στους ώμους τους διαβάτες, τους πιάνουν στο χορό».
Τα ονόματά τους
Τα ονόματα που τους έχουν δώσει είναι ποικίλα, ανάλογα με τον τόπο: λυκοκάντζαροι, καρκαντζόλοι, καψιούρηδες, καλιοντζήδες, μνημοράτοι, (π)αρωρίτες, κολοβελόνηδες, πλανητάροι, τσιλικρωτά, παγανά, είναι μερικά απ' αυτά.
Το δέντρο της γης
Όλο το χρόνο οι καλικάντζαροι ζουν κάτω απ' τη γη και προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που τη βαστάει, είτε πελεκώντας το με τσεκούρια είτε ροκανίζοντάς το με τα μακριά και σουβλερά τους δόντια. Μα εκεί που λίγο θέλει να πέσει το δέντρο, να γκρεμιστεί μαζί του κι η γη, να σου και φτάνουν τα Χριστούγεννα. Τότε οι καλικάντζαροι ξεχύνονται στον Απάνω Κόσμο μέχρι τα Φώτα. Όταν ξαναγυρίζουν στα σπλάχνα της γης, βρίσκουν το δέντρο ακέραιο πάλι και ξαναρχίζουν το ροκάνισμα μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα.
Τα καμώματα των καλικαντζάρων

Και τι δεν κάνουν οι καλικάντζαροι, σαν ξεπροβάλουν ένας ένας απ' τις τρύπες τους πάνω στη γη• έτσι και νυχτώσει, αρχίζουν να τριγυρίζουν στην εξοχή και στους μύλους, κατεβαίνουν στο χωριό μήπως και μπουν στα σπίτια. Αλίμονο σ'όποιον συναντήσουν νυχτιάτικα! Δεν τον αφήνουν σε χλωρό κλαρί, που λέμε. Τον τραβολογούν, τον πειράζουν, καβαλικεύουν στους ώμους του, χορεύουν ολόγυρά του κι άλλα πολλά. Μανία τους να πειράζουν προπάντων τις κακόμοιρες τις γριές. Στα σπίτια μπαίνουν απ' την καπνοδόχο και σαν πατήσουν το πόδι τους, αρχίζουν ν' ανακατεύουν και να μπερδεύουν ό,τι βρουν μπροστά τους, μα το πιο πολύ που θέλουν είναι να μαγαρίσουν τα φαγητά των ανθρώπων.
Πώς να τους διώξεις

Ωστόσο κανένα κακό δε στάθηκε στον κόσμο, που ο άνθρωπος να μην προσπάθησε να βρει την γιατρειά του. Έτσι και δώ. Η καλή νοικοκυρά θα συμμαζέψει πρώτα μέσα στο σπίτι ό,τι αγγεία βρίσκονται έξω. Θα βάλει στο άνοιγμα της καπνοδόχου ή πίσω από την πόρτα του σπιτιού ένα κόσκινο. Ο καλικάντζαρος και περίεργος είναι και «μπιτ για μπιτ κουτός». Μόλις το δει, στέκεται κι αρχίζει να μετράει τις τρύπες του• ένα δύο! Ένα δύο! Ένα δύο! Παρακάτω δεν ξέρει να μετρήσει, γιατί μπερδεύεται ή δεν τολμάει να πει το «τρία». Έτσι χάνει την ώρα του, γιατί έχει πια ξημερώσει και σαν λαλήσει ο πρώτος πετεινός πρέπει να εξαφανιστεί. Δεν είναι ο μόνος τρόπος το κόσκινο• μπορούν να κρεμάσουν το κατωσάγωνο ενός χοίρου στην καπνοδόχο, να κάψουν αλάτι ή ένα παλιοπάπουτσο στη φωτιά κι ο καπνός κι οι κρότοι απ' το αλάτι θα διώξουν μακριά τους καλικάντζαρους. Άλλοι δένουν στο χερούλι της πόρτας ένα σκουλί (τούφα) λινάρι. Ώσπου να μετρήσει ο καλικάντζαρος τις ίνες του λιναριού, έφτασε το ξημέρωμα κι όπου φύγει φύγει.Τους πιάνουν και με το καλό προσφέροντάς τους γλυκά και τηγανίτες, που τα πετάνε στην καπνοδόχο. Στην Κύπρο τους ρίχνουν ξεροτήγανα την τελευταία μέρα του Δωδεκάμερου.
Ο φόβος τους για τη φωτιά
Όμως εκείνο που τρέμουν και φοβούνται περισσότερο -το πιο σίγουρο μέσο για να γλιτώσεις απ' τους καλικάντζαρους- είναι η φωτιά. Αυτή τους διώχνει μακριά. Μέρα και νύχτα λοιπόν όλο το Δωδεκάμερο η φωτιά δε σβήνει στην οικογενειακή εστία. Ο νοικοκύρης του σπιτιού έχει ξεδιαλέξει ένα χοντρό ξύλο από αγκαθερό δέντρο, γιατί τ' αγκάθια διώχνουν τα δαιμόνια.
Οι Αράπηδες στη Δράμα
Η λαϊκή φαντασία έχει αφιερώσει πολλές ιστορίες σχετικές με τους Καλικάντζαρους, οι οποίοι πιστεύεται ότι κατέβαιναν από τις καμινάδες και δημιουργούσαν ζημιές στα σπίτια. Οι κάτοικοι των χωριών τους περίμεναν την περίοδο από την ημέρα των Χριστουγέννων, μέχρι την ημέρα των Θεοφανίων, όταν δηλαδή τα νερά είναι "αβάπτιστα". Η όψη τους τρομακτική, οι σκανδαλιές τους απερίγραπτες και ο μεγάλος φόβος τους η φωτιά.
Θέλοντας να φοβίσουν και να διώξουν τα κακά αυτά πνεύματα, οι κάτοικοι των χωριών Μοναστηράκι και Βόλακας της Δράμας, αναπαριστούν τις ημέρες των Θεοφανίων και του Αη-Γιάννη, στις 6 και 7 Ιανουαρίου αντίστοιχα, το έθιμο των αράπηδων.Οι αράπηδες είναι πρόσωπα που έχουν βάψει τα χέρια και το πρόσωπό τους με στάχτη, ενώ στην πλάτη τους φέρουν καμπούρα από άχυρα. Στη μέση φορούν μια ζώνη με κουδούνια και κρατούν ξύλινο μπαστούνι. Με το σώμα σκυφτό και κάνοντας πλάγιες κινήσεις στηριζόμενοι στο μπαστούνι τους, κινούνται αυτοσχεδιαστικά και δημιουργούν δυνατό ήχο με τα κουδούνια τους, διώχνοντας έτσι τους καλικάντζαρους και μαζί τους και την κακοτυχία.
Καλικάντζαροι στην Αντίπαρο
Οι καλικάντζαροι είναι μικρά πλάσματα (σαν διαβολάκια), που τρώνε όλα τα γλυκά των Χριστουγέννων. Έτσι, λένε και στην Αντίπαρο πως... Στο κάστρο έβγαιναν καλικάντζαροι και χόρευαν όλο το βράδυ. Κατόπιν περνούσαν στο Σιφνέικο μέσα σε μια σπηλιά και έμεναν εκεί. Κατά διαστήματα μεταμορφώνονταν σε γουρούνες μαζί με τα μικρά τους και πήγαιναν στη βρύση του χωριού. Εκεί στη βρύση ήταν μια συκιά, που έκανε πολλά σύκα. Κάτω από τη συκιά έμεναν οι γουρούνες με τα γουρουνάκια. Οι καλικάντζαροι ήταν ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών της Αντιπάρου. Μια φορά ήταν ένας και πήγαινε στο μύλο. Εκεί λοιπόν, σε ένα αλώνι είδε κάτι καλικάντζαρους. Είχε συνεννοηθεί με το μυλωνά να έχει το στάρι έξω απ' το μύλο. Μόλις αντίκρισε τους καλικάντζαρους, από το φόβο του έριζε κάτω το στάρι κι άρχισε το χορό. Καθώς χόρευε, έκραξε ένας κόκορας και οι καλικάντζαροι είπαν: «Έκραζε κόκορας, ξημέρωσε, να φύγουμε.» Ένας άλλος όμως καλικάντζαρος είπε: «Όχι, αυτός ο κόκορας είναι άσπρος.» Μετά κράζει άλλος κόκορας, λέει ένας άλλος καλικάντζαρος: «Αυτός ο κόκορας είναι κόκκινος» Αργότερα έκραξε ένας μαύρος κόκορας και είπαν όλοι οι καλικάντζαροι: «Τώρα πια είναι μέρα. Θα φύγουμε, ξημερώνει.» Κάνουν ένα «φρου» και ο άνθρωπος έμεινε μόνος του στο αλώνι, τρόμαξε και έπεσε κάτω.